Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

LES HERBES FOLLES (2009)

Όταν πριν από τρία χρόνια η Βενετία υποδεχόταν το Coeurs ως την επιστροφή στη φόρμα για τον μεγάλο Resnais, μου δημιουργήθηκαν προσδοκίες που δυστυχώς έμειναν ανεκπλήρωτες. Όχι ότι εκείνο το φιλμ δεν είναι καλό – αντιθέτως, αποτελεί υπόδειγμα αφηγηματικού χειρισμού μιας πλειάδας χαρακτήρων και η θερμή αισιοδοξία που αναδίδει έφερε μια ευπρόσδεκτη προσθήκη στο πλουραλισμό μιας φιλμογραφίας ανεκτίμητης. Ωστόσο, η σχετικά απρόσωπη σκηνοθεσία και το θεατρικό της στήσιμο φαντάζει λειψό μπροστά στο έργο ενός δημιουργού που μας έμαθε το σημείο τομής ανάμεσα στο πάθος και την αποστασιοποίηση. Είκοσι και βάλε χρόνια μετά από την τελευταία φορά (το Mon Oncle d’ Amerique ή έστω το Mélo), αποφασίζει να περάσει ξανά από αυτή τη χώρα που του ταιριάζει καλύτερα, εκεί όπου οι τα αγριόχορτα ανθίζουν μέσα στο παράδοξο του «μη μου άπτου» πάθους τους.

Μεταφέροντας στην μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Christian Gailly με τίτλο L’ incident, ο Resnais δεν απομακρύνεται θεματικά από του προηγούμενο φιλμ. Ρομαντικές αναζητήσεις με άφθονες δόσεις μελαγχολίας, νοσταλγίας και τρέλλας διαπερνούν και το Les Herbes Folles. Ωστόσο, όλα αποκτούν διαφορετικό νόημα κάτω από τις φορμαλιστικές επιλογές του Γάλλου δημιουργού που θυμίζουν τα περασμένα μεγαλεία του αλλά – και εδώ κρύβεται η επιτυχία του – χωρίς την παραμικρή ρετρό διάθεση. Πράγματι, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη περίπτωση ουσιαστικής και ολοκληρωτικής αναβίωσης του στυλ της nouvelle vague της δεκαετίας του ’50 και του ’60 (και ορισμένων πραγματικών εκλάμψεων του Rivette στα 70’s) που ταυτόχρονα να μοιάζει τόσο φυσικά εναρμονισμένη με τον καιρό της. Υπάρχει αυτή η ανεμελιά, αυτό το αυθόρμητο και ειλικρινές στυλ κινηματογράφησης που κινείται πρωτίστως από αμετανόητο σινεφιλικό πάθος και δεν έχει καμμία διάθεση να το κρύψει. Τι και αν βρισκόμαστε πλέον στο 2010 – ο Resnais χτίζει τη γέφυρα που ενώνει την εποχή μας με τις μέρες που στις αίθουσες κυκλοφορούσαν το Paris nous Appartient και το Vivre Sa Vie. Τόσο πιστός στο πνεύμα αυτών των φιλμ και παράλληλα τόσο πιστός στο σήμερα – μία αντίφαση που μόνο ένας γνήσιος auteur του χρόνου θα μπορούσε να κατορθώσει.

Αυτόν τον χαρακτηρισμό και άλλους παρόμοιους ο Resnais τους αποποιείται σχεδόν ενστικτωδώς στις συνεντεύξεις του. Αλλά τα έργα του μιλούν από μόνα τους και είναι τουλάχιστον συγκινητικό να παρατηρείς το συνειρμικό μοντάζ του Les Herbes Folles και να αναγνωρίζεις αμέσως τον άνθρωπο που χρόνια πριν σου έδειξε - μόνο αυτός - τις εικόνες της μνήμης και της προσδοκίας, όπως ακριβώς κατασκευάζονται στο μυαλό σου. Η σκηνοθεσία διαπερνάει την Χιροσίμα, το Μάριενμπαντ και το La Guerre est Finie, έστω με διαφορετική και πιο ανάλαφρη διάθεση (σαν εκείνη των πρώιμων Godard και Rivette), αλλά με ένα στυλ που αλάνθαστα αναγνωρίζεις που ανήκει. Και που, στα μάτια μου τουλάχιστον, έλειψε από το Coeurs. ‘Η μάλλον έλλειψε από το σινεμά για δεκαετίες. Όσο για το μυστικό της επικαιρότητας που επιτυγχάνει το φιλμ; Ίσως μια απόπειρα εξήγησης να άπτεται της σοφής επιλογής ως κεντρικών ηρώων ανθρώπων μιας τέτοιας ηλικίας και «κοψιάς» (André Dussollier, Sabine Azéma) που δεν δυσκολεύεσαι να φανταστείς ότι στα νιάτα τους θα πρωταγωνιστούσαν σε έργα των απαρχών του Νέου Κύματος. Και όπως και ο σκηνοθέτης τους, μεγάλωσαν στα χρόνια αλλά εξακολουθούν να προσπαθούν να καταλάβουν τον κόσμο μέσα από τα αχόρταγα μάτια ενός μικρού και ανέμελου παιδιού.

Α.Π.

3 σχόλια:

ΠΑΝΟΣ είπε...

Ακριβώς! Αυτό που περιμέναμε όταν στην οθόνη έπεφταν τα πρώτα καρέ των Αγριόχορτων (και με προσδοκίες για έναν ξαναγεννημένο Ρενέ, μετά το promising -τι περίεργο για το δημιούργημα ενός 85χρονου σκηνοθέτη!- "Coeurs") ήρθε ως ανταμοιβή και με το παραπάνω. Η κάπου εκ νέου προσέγγιση (που ετελέσθη σχεδόν με εφηβική τόλμη και διάθεση) και κάπου αναβίωση της νουβέλ βαγκ (που τηρήθηκε ευλαβικά από έναν σκηνοθέτη που στο κάτω κάτω την όρισε από τα θεμέλιά της) μοιάζει εξίσου με ερωτικό δημιουργικό παιχνίδι (κι ας το αρνείται παιχνιδιάρικα στα φιλμικά του ενδότερα) αλλά και με σινεφίλ άσκηση της φόρμας, πριν αυτά ισορροπήσουν αρμονικά. Άψογο κείμενο για μια πραγματική γιορτή ενός μοναδικού δημιουργού.

ναυτίλος είπε...

Μια μικρή παρατήρηση για την ταινία: η Αζεμά ενδυματολογικά αλλά και το χτένισμά της παραμπέμπει στον "Μικρό πρίγκηπα" του Εξυπερύ (δεν είναι τυχαία και η αγάπη της για τα αεροπλάνα). Ενώ ο Dussollier στον ήρωα της Άλφαβιλ του Γκοντάρ (δεν θυμάμαι τ' όνομά του). Ίδιος και με παρόμοιες κινήσεις...

theachilles είπε...

Πάνο,
ευχαριστώ φίλε. Ήταν ωραία αίσθηση να καθόμαστε και να παρακολουθούμε μια ταινία Ρενέ, με όλη τη σημασία του όρου. Λες και βρισκόμασταν στη μαγική δεκαετία του 60. Μακάρι να έβγαιναν πιο πολλές τέτοιες ταινίες.

ναυτίλος,
Καταπληκτική η παρατήρηση για την Αζεμά. Έχει κάτι το παραμυθένιο η ηρωίδα της. Όσο για τον Ντυσολιέ, αναφέρεσαι φυσικά στον Lemmy Caution του Eddie Constantine. Να σου πω την αλήθεια δεν είδα μεγάλη ομοιότητα εδώ (και λατρεύω όσο πάει το Alphaville), ίσως περισσότερο με τον Υβ Μοντάν του La Guerre est Finie.