Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

SAN MICHELE AVEVA UN GALLO (1972)


Ένα χρόνο πριν το Allonsanfan που για πολλούς αποτελεί το αριστούργημα των δύο σκηνοθετών, οι Taviani παρέδιδαν ένα σφιχτοδεμένο στοχασμό πάνω στο είδος και την σημασία της πολιτικής στράτευσης. Το δίπολο στο οποίο προβληματίζονται είναι η αναρχική - ένοπλη επαναστατική δράση από την μία πλευρά, και η μαρξιστική παιδεία – ιδεολογία από την άλλη. Δομικά η ταινία είναι εμφανώς χωρισμένη σε τρία μέρη τα οποία αν και συγκεντρωμένα στο χώρο (το χωριό, ένα κελλί και η βάρκα αντίστοιχα), εκτείνονται χρονικά σε ένα διάστημα δέκα ετών. Αφορμή για την ταινία αποτέλεσε, κατά πάσα πιθανότητα, η «ευρωκομμουνιστική» πολιτική που άρχισε να υιοθετεί το 1971 το Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου μέλη ήταν ο Paolo και ο Vittorio.

Έτσι, στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τη δράση μιας επαναστατικής ομάδας διεθνιστών (αυτοαποκαλούνται «Πιζακάνε») που κάνουν επιδρομές στα χωριά της Ιταλίας προκειμένου να αφυπνίσουν τον απλό λαό και τους αγρότες (“η πυριτιδαποθήκη της χώρας”, όπως θα τους αποκαλέσει κάποιος στην πορεία). Ηγέτης τους είναι ο Giulio, που από την συντομότατη εισαγωγή πληροφορούμαστε ότι από μικρός ήταν ένα «ανυπάκουο παιδί». Η στράτευσή του είναι συναισθηματικής τάξεως. Σαν ακούει τις καμπάνες του χωριού που σημαίνουν και την έναρξη της αποστολής τους, το πρόσωπό του φωτίζεται από μια πολυπόθητη ψυχική ανάταση. Οι σκηνοθέτες συμπαθούν τον Giulio και την ομάδα του, κάτι που θα μας απασχολήσει και παρακάτω, και η βασική αιτία είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους των πράξεων.

Σε μια εποχή που η δειλία των πάσης φύσεως θεωρητικών και φιλοσόφων, που κρύβονται πίσω από μάλλον ασφαλή για το κατεστημένο θεωρητικά κατασκευάσματα, μοιάζει ακόμα πιο επίκαιρη, οι Taviani τάσσονται με το μέρος των ανθρώπων που αποφασίζουν να δράσουν. Άλλωστε η στράτευση του Giulio έχει μία ακόμα σημαντική διάσταση. Ο ήρωας προέρχεται από μία οικογένεια γαιοκτημόνων και η εναρκτήρια σεκάνς αποκαλύπτει την οικονομική ευμάρεια του σπιτιού που ανατράφηκε. Όμως, όπως ακριβώς οι αστοί Taviani είναι «αποστάτες» της τάξεώς τους, έτσι και ο Giulio εγκαταλείπει τις ανέσεις (σπούδασε μαθηματικός, αλλά προτίμησε να είναι παγωτατζής) για έναν ευρύτερο σκοπό. Ωστόσο, η δράση των «Πιζακάνε» είναι ξεκάθαρα αναρχική. Οι κινήσεις τους σε αυτό το χωριό προδίδουν ανθρώπους αγανακτισμένους από την εξουσία, που, δίχως σχέδιο, αναλαμβάνουν την ανακατανομή του πλούτου (καταστρέφουν τα κτηματολόγια και τα πάσης φύσεως έγγραφα με τα οποίο το Κράτος δεσμεύει τους πολίτες, μοιράζουν το σιτάρι στο λαό, κ.α.). Οι χωριανοί τους αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα. Δειλά-δειλά κάποιοι αρχίζουν να τους βοηθούν, γρήγορα όμως όλοι τους εγκαταλείπουν όταν μαθαίνουν πως πλησιάζουν οι κατασταλτικές δυνάμεις της εξουσίας. Το σχέδιό τους αποτυγχάνει και το ευφυές τράβελινγκ λίγο πριν τη σύλληψή τους εικονογραφεί το προσπέρασμά τους από την Ιστορία.

Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στα δέκα χρόνια που περνάει ο Giulio στην απομόνωση (αρχικά είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά ο Βασιλιάς του χάρισε την αμνηστία προκειμένου να φέρει με το μέρος του το λαϊκό αίσθημα). Για περισσότερο από τριάντα λεπτά η κάμερα μένει εγκλωβισμένη στο ασφυκτικό κελλί και παρακολουθεί τον συνταρακτικό αγώνα του ήρωα αφ’ ενός να ισορροπήσει πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη λογική από την τρέλλα και αφ’ ετέρου να μείνει πιστός στα ιδανικά του. Η ερμηνεία του Giulio Brogi πλημμυρίζει με συναισθήματα τον ήρωά του, φέρνοντας έτσι ένα καθαρό σύμβολο στα ανθρώπινα μέτρα, απαραίτητα για την συναισθηματική (πέραν της διανοητικής) ταύτιση του θεατή με τον κεντρικό χαρακτήρα. Σε αυτό το σημείο αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρος ο προβληματισμός των Taviani. Πρόκειται για τη θέση του ατόμου στην Ιστορία, η οποία προϋπήρχε της υπάρξεώς του και θα συνεχίζει να προχωράει ακόμα και όταν η ανάμνησή εκείνου πάψει να υφίσταται. Ποιο είναι το χρέος μας απέναντί της και ποιο το προσωπικό κόστος για τον καθένα; Με την ευφυέστατη ιδέα του εγκλωβισμού, οι σκηνοθέτες αντιπαραβάλλουν την ύπαρξη του Giulio με το απρόσωπο «υπάρχει», όπως ορίζεται από τον Levinas, που υφίσταται έξω από το κελλί και επομένως εκτός κάδρου. Και συμπορευόμενοι με τον φιλόσοφο, θα αποδείξουν ότι για να υπάρξει λύση θα πρέπει να καθαιρέσουμε τον εαυτό μας και να επιδιώξουμε την κοινωνική (και συνεπακόλουθα πολιτική) ένωση με τους άλλους. Βλέπουμε πως ο Giulio διακατέχεται από κατάλοιπα της αστικής νοοτροπίας που υπογραμμίζουν την προτεραιότητα του Ατόμου απέναντι στην Ιστορία (ονειρεύεται ότι θα αποφυλακιστεί και θα υμνείται σαν ήρωας). Αυτές οι σκέψεις θα έρθουν σε ανοιχτή σύγκρουση με τις απόψεις των μαρξιστών που θα συναντήσει ο Giulio στο τρίτο και τελευταίο μέρος του φιλμ, σύμφωνα με τις οποίες η ατομική αναγνώριση είναι ήσσονος σημασίας και η μονάδα πρέπει να θυσιάζεται για το όλον.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, ο Giulio μεταφέρεται από την απομόνωση σε μια φυλακή της Βενετίας . Κατά την μεταφορά του, συναντά μια ομάδα φυλακισμένων αντικαθεστωτικών που επίσης μεταφέρονται στο ίδιο μέρος. Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνοι δεν ενθουσιάζονται στο άκουσμα του ονόματός του – για αυτούς είναι απλώς ένας ακόμη άνθρωπος ταγμένος στον κοινό στόχο. Πέρα από αυτόν τον στόχο όμως, οι διαφορές τους είναι εμφανείς και πλέον η συναισθηματική στράτευση του αναρχικού έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση με την μαρξιστική φιλοσοφική/επιστημονική τους θέση. Για αυτούς (και για τους μαρξιστές Taviani), δεν αρκεί η αγανάκτηση του λαού που υποφέρει, χρειάζεται εκείνος να αποκτήσει κοινωνική και ταξική συνείδηση, χρειάζεται παιδεία και, φυσικά, σχέδιο. Έτσι, η αυτοκτονία του Giulio στο τέλος δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως η ηρωοποίηση ενός ανθρώπου που έμεινε πιστός στις ιδέες του μέχρι τέλους. Αντίθετα είναι η συμβολική παραίτηση της παλιάς φρουράς που πρέπει να αφήσει το χώρο στην νέα ιδεολογία. Φυσικά, ο Giulio χαίρει της συμπάθειας του σκηνοθετικού διδύμου. Σε μια έξοχη διαπλοκή της πολιτικής σκέψης με έναν προβληματισμό υπαρξιστικού χαρακτήρα, ο ήρωας του Brogi είναι ένας ακόμα άνθρωπος αντιμέτωπος με έναν κόσμο που τον ξεπερνά.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

BRING ME THE HEAD OF ALFREDO GARCIA (1974)

To ακέφαλο σώμα του Αλφρέντο Γκαρσία

Τι συμβολίζει ένας ακέφαλος κορμός και τι μια ασώματος κεφαλή;
Σε ποιο από τα δύο κομμάτια κληροδοτείται η ταυτότητα του, άλλοτε αρτιμελούς, ατόμου;
“Με ποιο δικ
αίωμα το κεφάλι μου λεει «Εγώ»;”, όπως αναρωτιόταν και ο Τρελκόφσκι στον «Ένοικο»…


Το βέβαιο είναι ένα: Από κομμένες κεφαλές, το σινεμά δεν πάσχει. Όχι, δεν αναφέρομαι σε όλους εμάς, τους γραφιάδες, που συχνά μιλάμε, με τον τρόπο των «κομμένων κεφαλών». Λέω για εκείνες που έχουν «παίξει» στις ταινίες, είτε αυτοπροσώπως, είτε κρυμμένες μέσα σε σακούλια και χαρτόκουτα. Μια από αυτές τις τελευταίες, είναι και η σεπτή κάρα του Αλφρέντο Γκαρσία.
Σε πρώτη σκέψη δεν έχει τίποτε το ιερό. Βρωμάει και ζέχνει. Επιπλέον στάζει και μουλιάζει τη λινάτσα του σακουλιού, ενώ οι παχιές μύγες του Μεξικού, δείχνουν να της έχουν αδυναμία. Είναι όμως ένα εξαιρετικό κεφάλι –και ας μην το βλέπουμε ποτέ στην οθόνη.

Εν αρχή ην λόγος, δηλαδή η ατάκα-προσταγή του τίτλου. Την εκφέρει ισπανιστί και αγγλιστί, ένας patrone Μεξικάνος, ο οποίος δε χαίρεται διόλου που θα γίνει παππούς. Υπόσχεται λοιπόν ένα εκατομμύριο δολάρια σε όποιον του φέρει την κεφαλή του ψωριάρη σπορέα. Με αεροπλάνα και βαπόρια, τα μέλη του συνδικάτου του εγκλήματος, ξεχύνονται για να κάνουν την τύχη τους. Πιο οργανωμένοι είναι φυσικά οι γκρίνγκος... Ψάχνοντας, πέφτουν πάνω στον Μπένι. Αμερικάνος, με σκοτεινό έως ύποπτο παρελθόν. Νυν αλκοολικός και μπίχλας. Φυτοζωεί τραγουδώντας το «Γκουανταναμέρα» σε μπαρ που σταματούν τα τουριστικά πούλμαν με τους κοιλαράδες συμπατριώτες του.
Στη ζωή του μπαινοβγαίνει και μια γυναίκα. Δεν έχει καμμία σχέση με το τυπικό μοντέλο της κινηματογραφικής ηρωίδας. Έχει όμως με το ρεαλισμό: Δεν είναι βράχος ηθικής και διαθέτει ραγάδες. Αυτή λοιπόν, λίγο καιρό πριν, τα είχε με τον Αλφρέντο και ξέρει από πρώτο χέρι ότι ο πρώην εραστής της είναι νεκρός - σκοτώθηκε προ ημερών σε τροχαίο. Κανονικά όλα θα έπρεπε να τελειώσουν εδώ. Κι όμως όχι. Η θεϊκή εντολή δόθηκε. Η αμοιβή ισχύει. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω.
Για τον Μπένι είναι «ή τώρα ή ποτέ». Χρειάζεται τα χρήματα που του έχουν υποσχεθεί οι μεσάζοντες, μπας και καταφέρει να σηκωθεί να φύγει. Να φτιάξει μια ζωή μαζί της... Τύψεις δεν έχει. Τι τον νοιάζει αν το κεφάλι του Αλφρέντο θα λειώσει μαζί με το σώμα ή χώρια; «Σάρκα και κόκκαλα, είμαστε. Δεν έχουμε τίποτε το ιερό» - έτσι υποστηρίζει.
Το σχέδιο του δεν θα δουλέψει – πώς θα μπορούσε άλλωστε; Θα ταξιδέψει στη σκονισμένη ενδοχώρα. Θα τον καλωσορίσει η βία. Θα βρεθεί θαμμένος μέσα στον τάφο του Αλφρέντο. Θα χάσει το κεφάλι μέσα από τα χέρια του. Θα χάσει και την αγαπημένη του. Το κεφάλι θα το ξαναβρεί. Τη γυναίκα όχι.
Με τη δύναμη της απώλειας και με το σακούλι στα χέρια, θα τα βάλει με τους πιστολέρος. Θα τα βάλει με τους μαφιόζους μεσάζοντες. Θα τα βάλει και με τον εντολοδόχο. Με το Θεό τον ίδιο...

Έχοντας γνώση των συνεπειών του νόμου, θεωρώ ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη ταινία του Πέκινπα.
Τεχνικά, αν είσαι λίγο ψείρας, μπορείς να της βρεις ψεγάδια. Ας πούμε στη σκηνή του νεκροταφείου, το “day for night” είναι μάλλον αποτυχημένο. Ένα-δύο cut ψιλοκλωτσάνε, αλλού (σε μια τζαμόπορτα), διακρίνονται ολοκάθαρα τα φώτα...
Αλλά, μεταξύ μας, σκασίλα μας.
Είναι μακράν η πιο «χειροπιαστή» ταινία που μπορώ να θυμηθώ. Ο ιδρώτας είναι ιδρώτας. Το αίμα είναι αίμα. Η σκόνη είναι σκόνη. Το Μεξικό είναι Μεξικό. Μπροστά στον «Αλφρέντο Γκαρσία» το “Que Viva Mexico”, μοιάζει με διαφήμιση του μεξικάνικου ΕΟΤ.

Έχει πειραγμένο χιούμορ: Οι τεθλιμμένοι συγγενείς – ανάμεσά τους και η μάνα με το κεφάλι στα χέρια - διακόπτουν τη μάχη για να χαιρετήσουν το ΚΤΕΛ... Οι δύο αμερικανοί killers είναι εμφανώς gay…Η βασική ηρωίδα έχει μουνόψειρες....
Φυσικά έχει θανάτους σε αργή κίνηση, καθώς και το άλλο trade mark του Πέκινπα: Τους τύπους που, πεθαίνοντας, πέφτουν πλάγια και ρίχνουν κι έναν τελευταίο σμπάρο στον ουρανό.
Έχει και κάτι μοναδικές εμβόλιμες λεπτομέρειες που λοξεύουν την αφήγηση: Όταν ο Μπένι και η γυναίκα φτάνουν στο επαρχιακό νεκροταφείο, τέσσερα παιδάκια κουβαλούν ένα μικροσκοπικό φέρετρο... Αργότερα, ένας από τους συγγενείς του Αλφρέντο κατουράει σε ένα καμπριολέ WC...

Κυρίως όμως έχει βαθιά ανθρώπινους χαρακτήρες. Οι κακοί μοιράζουν παγωτά στα παιδάκια. Ο μηχανόβιος βιαστής είναι έτοιμος να δακρύσει. Η παρολίγο βιασθείσα τον παρηγορεί...
Ένας μονάχα, αιωρείται πάνω από τα ανθρώπινα: ο Αλφρέντο Γκαρσία. Αυτό βέβαια θα γίνει μόνο όταν το κεφάλι του, αποκοπεί από το σώμα - και συνεπώς και από το κάτω κεφάλι το οποίο θα μείνει να λειώσει στον τάφο, μαζί με την τελευταία γυναίκα που έκανε ευτυχισμένη. Πριν ήταν ένας σεσημασμένος γυναικάς. Έπειτα γίνεται ένας άγιος, ικανός να μας οδηγήσει στο λημέρι του Υπέρτατου.. Ένας Προμηθέας, που μπορεί να μας δώσει τη δύναμη να σκοτώσουμε το Θεό, ώστε να κερδίσουμε με την αξία μας τον Παράδεισο. Τελικά, λέει ο Πέκινπα, δεν είμαστε φτιαγμένοι μόνο από σάρκα και κόκκαλα.
Άντε, να το πάρω πίσω αυτό το περί καλύτερης ταινίας του. Στα σίγουρα όμως είναι η πιο αντιπροσωπευτική του. Και εξηγούμαι: Οι Άγριοι Συμμορίτες θυσιάζονται στο όνομα μιας κοινής ηθικής. Εδώ ο φουκαράς ο Μπένι φεύγει μόνος και φίσκα στην τεκίλα. Ανίκανος να επικοινωνήσει επί της ουσίας, αποφασισμένος όμως να πουλήσει το τομάρι του πολύ ακριβά.

Γιώργος Παναγιωτάκης

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

25th Frame

Το 25ο καρέ είναι το Ιερό Δισκοπότηρο του πολυσυλλεκτικού (αλλά όχι «συλλογικού»…) αυτού blog. Μιας κίνησης ανθρώπων που διανοούνται έναντι στο ρεύμα, με την σοβαρή της φράσεως διάσταση. Ανθρώπων που σκέπτονται, αισθάνονται ως τ’ ακροδάχτυλα, αντιστέκονται στα κληρονομημένα ή τα λογιών θέσφατα, αγαπούν, και δίχως συστολή καμμία ερωτοτροπούν και με την Τέχνη που τους διάλεξε.

Το 25ο καρέ είναι για τούτο το blog ένας λόγος ζωής.
Αναθυμιάσεις εικόνων και κουβέντες των ανθρώπων τους, στοιχειώνουν τον καθένα ξεχωριστά, αποπνέοντας μια ξεχωριστή ιστορία, μοναδική όσο κι ο κάθε θεατής της. Αν κάθε κινηματογραφικό φιλμ αποτελείται από μερικές εκατοντάδες έως μερικές χιλιάδες πλάνων, το μόνο σίγουρο για τους πολλούς είναι πως κάθε δευτερόλεπτο μπροστά απ’ τα μάτια περνούν 24 καρέ.
Για τους πολλούς…
Διότι οι συνεισφέροντες εδώ είναι κάποιες ανήσυχες ψυχές και περιπετειώδη πνεύματα που δυσκολεύονται να εντοιχιστούν στην (αν)ασφάλεια του μετρήσιμου. Για δαύτους υπάρχει πάντα ένα κρυμμένο καρεδάκι. Κι αν δεν ξέρουν που κι αν δεν ξέρουν πως βρέθηκε εκεί, ξέρουν όμως πολύ καλά την αλήθεια της ύπαρξής του. Την αισθάνονται βαθιά μέσα τους, κάθε που μια μουσική τίτλων, μια διαδοχή εικόνων, δυο φράσεις ή ένα βλέμμα (ορατό ή αόρατο) τους έρχεται στο μυαλό.
Και τούτη την αλήθεια θα προσπαθούν, έτσι από κέφι ή αναπόδραστη εμμονή, να μοιράζονται σε τούτο δω το blog.

Κατά βάθος, ωστόσο, υπάρχει και μια φιλοδοξία στο μυαλό ημών συμμετεχόντων. Μια φιλοδοξία που, παραδόξως, δεν εμπεριέχει την κολλητή της αμετροέπεια. Γι΄αυτό και ίσως μπορεί ν΄ανακοινωθεί χωρίς τον “Charles Foster Kane” κίνδυνο της πλήρους προδοσίας μιας ιδεαλιστικής «διακήρυξης αρχών»: Η κινηματογραφική κριτική για μας είναι μια σοβαρότατη, υπεύθυνη δημιουργική διαδικασία. Τεκμηριωμένα ορθολογιστική οπωσδήποτε, εκείνα που θα γράφουμε θα βρίσκουν το έναυσμά τους μέσα στην ταινία - κι ευφάνταστα θα ανελκύονται. Αλλά και (αναπόφευκτα) υποκειμενική. Ποτέ όμως εδώ δεν θα βρείτε κάποιον που να επιδοθεί σε ναρκισσιστική αυτοέκθεση. Η ταινία θα είναι ο σκοπός, όχι το μέσον. Για μας το κείμενο είναι ένα ευλογημένο εργαλείο – που άλλοτε θα καταφέρνουμε να χρησιμοποιούμε πετυχημένα, άλλοτε λιγότερο. Πάντοτε όμως θα προσπαθούμε έντιμα κι από βάθους «να κάνουμε το καλό»…
Πως αλλιώς να ονομάσω την δυνατότητα που σου δίνεται μέσα απ’ την σκέψη και το συναίσθημα των λέξεων να προσφέρεις ένα ακόμα βλέμμα στον άλλον; - και να προσδοκάς το ίδιο να συμβεί και σε σένα, ασφαλώς...

Για κείνους που γι΄αυτό το βλέμμα πασχίζουν, επιχειρούμε τούτο. Και ελπίζω εμείς να είμαστε οι πρώτοι που δονούμαστε από αυτή την ανάγκη. Γι’ αυτό μην περιμένετε εδώ τον τρέχοντα εξυπνακισμό της κριτικής της αράδας που σας (και μας) έχει κυκλώσει. Η μόνη εγγύηση που μπορώ να δώσω θα είναι η προσπάθειά μου να αποφύγουμε αυτήν την αρρώστεια του κριτικού ξερολισμού. Δεν είμαστε αυτοί που θα καταφύγουμε σε φράσεις κλισέ, αλλά κυρίως δεν θα ενδώσουμε σε σκέψεις κλισέ. Δεν θεωρούμε το φιλμ άθροισμα των τεχνικών συνιστωσών του – πως αλλιώς, άλλωστε, θα θρησκευόμασταν το 25ο καρέ; Δεν εγκλωβιζόμαστε σε διανοητικά στεγανά, μην μας εγκλωβίσετε εκ προοιμίου λοιπόν και σεις. Ο καθένας μας είναι ο περήφανος εαυτός του, τα χιλιόμετρα που έχει διανύσει, οι ρυτίδες του προσώπου του. Συνδιαλεγόμαστε και προχωράμε. Το κέρδος μας είναι ν’ ανακαλύψουμε κάτι ακόμα (εδώ: μια ταινία) ν’ αγαπάμε. Κάτι να μας κρατήσει…

Οι κανόνες απλοί: Καθένας και καθεμιά γράφει για όποια ταινία θέλει, ανεξαρτήτως επικαιρότητας. Ασφαλώς και θα υπάρχουν ταινίες πρώτης προβολής…αρκεί να προθυμοποιηθεί κάποιος από μας να μιλήσει για δαύτην. Και συχνά, προσδοκώ, θα υπάρχουν περισσότερα του ενός κείμενα για τον ίδιο τίτλο. Ελπίζοντας έτσι να κάνουμε την κουβέντα για το σινεμά, την τέχνη και την σκέψη, ένα αεριζόμενο μέρος της δύσκολης πραγματικότητας όλων μας. Αν εμείς μπορούμε, με τον απλήρωτο ερασιτεχνισμό του πάθους μας να βρούμε τον χρόνο και την διάθεση για να δημιουργήσουμε μιαν ατμόσφαιρα αναζήτησης, τότε ίσως και σεις μπορείτε να αρνηθείτε λίγη από την ραστώνη της ρουτίνας του μυαλού.
Η συμμετοχή μόνο ωφέλιμη μπορεί να είναι…