Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ (1960)

Ο Όμηρος Θράκης, αναμφισβήτητα ανήρ αρχαιόπρεπου κάλλους (όπως και το όνομά του) -ολίγον, όμως, σαχλαμάρας στα μάτια των περπατημένων Πειραιωτών (όπως και το όνομά του), καταφτάνει στο λιμάνι στις αρχές του '60 θαρρείς από μία παιχνιδιάρικη διάθεση απόκοσμων δυνάμεων. Επιβιβασθείς εις εντυπωσιακόν πλεούμενον, ο εκουσίως τυφλός -ως θα αποδειχθεί περί το μέσον της ταινίας- προσκοπάκος εξ’ Η.Π.Α. προσδοκά πως στο λίκνο του πολιτισμού (επίσης, τη χώρα που είχε την πρωτιά σε κολώνες όταν άλλοι, ποταποί νεαντερταλίσκοι, σκαρφάλωναν σε δέντρα κλπ κλπ) θα ξανα-ανακαλύψει τις προαιώνιες απαντήσεις που κάπου στην πορεία λοξοδρόμησαν. Τι εστί ευτυχία και άλλα τέτοια ερωτήματα περιωπής. Και μην γελιέσαι, αναγνώστα, από την παιχνιδιάρικη διάθεση της γράφουσας. Ο Όμηρος Θράκης καθόλου εύκολο έργο δεν έχει μπροστά του.

Ανάμεσα στην οπαδική γαυρίλα του Πειραιά, την οσμή αντρίλας των εργατών του Περάματος και την καλλίπυγο Ίλυα (που σε τίποτα δεν το 'χει να ξεσηκώσει ανταρσία φορώντας σιγκαρέτ φούστα και φανέλα του Θρύλου) δεν είναι διόλου αυτονόητο ότι θα βρεις την χαμένη Ατλαντίδα. Γιατί σε αυτό το προαιώνιο ταξίδι προς την ουτοπία αναφέρεται ο Dassin εδώ, ψάχνοντας ρημαγμένες από τον δυτικό πολιτισμό Ατλαντίδες και Ιερά Δισκοπότηρα. Αυτός, ο καλοεκπαιδευμένος στους κόμπους προσκοπάκος, ευελπιστεί πως συμβολοποιώντας την ιδέα της αλλοτινής ευδαιμονίας στο πρόσωπο της Ίλυας θα καταφέρει να ανακαλύψει την αιτία της παρακμής. Όλα αυτά μέσα στο σύμβολο της παρακμής και της καπιταλιστικής υπόσχεσης· το προσφυγο-βλαχο-αστικό περιβάλλον του Πειραιά. Κι αν, λοιπόν, μέχρι εδώ ήταν, το τσακώσαμε το νόημα της ταινίας και σιγά τέλος πάντων, βρε αδερφέ, τα ωά, τι μας είπε ο Αμερικάνος, θα έχουμε αφήσει απόξω τόνους έμπνευσης, κριτικής και δημιουργικότητας που την χαρακτηρίζουν.

Αν στο Ριφιφί ο Dassin τα 'χωσε με τον τρόπο του στον Καζάν και τον δικτατορίσκο ΜακΚάρθι, στο Ποτέ την Κυριακή τους βγάζει τη γλώσσα επιδεικτικά. Διότι όταν τα ρωσάκια, που καταφτάνουν με τη λίμπιντο εκτοξευμένη και αντικρίζουν την ταμπέλα “Κλειστόν λόγω αρχαίας τραγωδίας”, αναρωτιούνται τι κρίση διέρχεται το καπιταλιστικό σύστημα ο Dassin είναι κάπου πίσω από τις κάμερες και φτύνει τα συκώτια του από τα γέλια. Βαπτισμένος, εξάλλου, στο φιλμ νουάρ δεν το εγκαταλείπει εδώ για τα μάτια της νέας του αγαπημένης· προσαρμόζει τις τεχνικές του δίνοντας νέα πνοή στη δημιουργία του. Τα πλάνα με τις καλοσχηματισμένες γάμπες των ιερόδουλων καταδεικνύουν τόσο το συνωμοτικόν της περαντζάδας τους όσο και την κοκεταρίστικη ματιά τους στον κόσμο -περνά κάμποση ώρα μέχρι να μας αποκαλύψει τόσο τους σκοπούς τους όσο και τα πρόσωπά τους. Ο δε “Mr. No Face” -μία στυγνή καπιταλιστική τσατσά- μοιάζει να δραπέτευσε από κάποιο νουάρ από ανάγκη να γελάσει το χειλάκι του πρωταγωνιστώντας σε κωμωδία.

Και αν καταφέρεις, αδερφάκι μου, να ξεμαγκωθείς από την αναζήτηση των βαθύτερων κρυφών ή φανερών νοημάτων τούτης της ταινίας -μαζί κι όλες τις πλατωνικο-οιδιπο-καρτεσιο-αριστοτελικές τσιμπιές που σου δίνει- καταλήγεις να συνειδητοποιείς πως τρεις είναι οι βασικοί θρίαμβοί της. Πως καταφέρνει να είναι μια κωμωδία αξιώσεων· κωμωδία όχι μόνο χαρακτήρων ή καταστάσεων -αλήθεια, ποτέ δεν κατάλαβα πώς μπορούν να βαδίζουν χώρια αυτά τα δυο- αλλά μία πρόταση ανάμεσα στη φάρσα και την κωμωδία. Αλήθεια, αν ανάμεσα στους απαλλοτριωτές Μαρξ και τον καλοκουρδισμένα εγκεφαλικό Άλεν ήθελες να τραβήξεις μια γραμμή, αυτή εδώ η ταινία δεν θα σού 'δινε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία; Αν ήθελες να φαντασιωθείς τους Μαρξ σε ελληνικό περιβάλλον, δεν θα τους έβαζες να ξεσκίζουν γκροτέσκα την Μήδεια σε κάποια παράσταση του Ηρωδείου; Η Ίλυα το κάνει με συντοφιά μια λατέρνα και τους φίλους της -κι ύστερα πάει να δει την Μήδεια να σπεύδει στην ακρογιαλιά με την υποδειγματική οικογένειά της καθισμένη πάνω σε ένα μαξιλαράκι “love” για να μην πουντιάσει ο πισινός της... Κι αν μεθούσες τον Άλεν στα ούζα κι ύστερα τον έβαζες να σκηνοθετήσει τον καυγά ενός ζευγαριού Ελλήνων, δεν θα έβαζε κάποιον από τους δυο να φωνάζει “αέρα” και να εφορμά ως άλλος φαντάρος του Β' Παγκοσμίου;

Έπειτα, καταφέρνει να αρθρώσει, έστω και ατελώς, έναν σημαντικό αντίλογο στον σύγχρονο πολιτισμό της καρτεσιανής τεκμηρίωσης και της ισοπεδωτικής εξίσωσης στο όνομα της δικαιοσύνης. Όταν η Ίλυα καλοπιάνει τον μουτρωμένο Τάκη, και καμμιά θεωρία της μουσικής ή γυναικεία γαλιφιά δεν αποδίδει, κείνο που σώζει την κατάσταση είναι η απλή λογική -η ίδια που τόσο έντονα συμπλέκεται με το, υποτιμημένο, συναίσθημα και που συχνά φαίνεται να απουσιάζει από την φανφαρόνικη δυτική κουλτούρα. Κι αν στο τέλος ο Όμηρος αναχωρεί επιβιβασθείς εις πλεούμενον εντυπωσιακόν άνευ μπλοκακίου δια σημειώσεις, δεν είναι γιατί παρατά την Ατλαντίδα αλλά γιατί ενδιαμέσως προσκρούει στην Ιθάκη· μια Ιθάκη αρκούντως καβαφική αλλά λιγότερο ηθικοπλαστική. Θέτοντας, έτσι, τις βάσεις για την εποικοδομητική κριτική όσον αφορά στο ουτοπικό και το ρεαλιστικό των συστημάτων και των ιδεών (μάλλον είναι υποφώσκων καταπιεσμένος φεμινισμός, αλλά το μένος και η απαξίωση της Ίλυας προς το αριστοτελικόν τέρας εμένα με βρίσκει να παλαμοκροτώ από ευχαρίστηση).

Δεν είναι, δε, αμελητέα η γεύση που σου αφήνει η ταινία μετά το τέλος της. Και δεν ξέρω αν τούτο θα έπρεπε να ονομάζεται θρίαμβος ή κάπως αλλιώς, αλλά στην εξέλιξη της ιστορίας παρασύρεσαι ο ίδιος σε μια βουτιά σε καθάρια ελληνικά νερά. Άρτι αφιχθείς ο Όμηρος δεν διαφέρει ιδιαιτέρως -παρεκτός από την ελληνική παιδεία του- από τα αμερικανάκια του “tzatziki, bouzouki and ouzo”. Είναι φανερό, άλλωστε, από τις πρώτες σκηνές της ταινίας -το μπουζούκι στους τίτλους αρχής, οι σενιαρισμένοι τουρίστες της κουπαστής και ο ενθουσιασμός του Ομήρου για όσα βλέπει γύρω του- πως αρχικά αντικρίζουμε την Ελλάδα όπως ο μέσος τουρίστας του pop φαγητού και της ντεμέκ περιέργειας για τους άλλους πολιτισμούς. Κι όμως, με ναυαρχίδα τον Όμηρο, το αρχαιότερο επάγγελμα κι ένα μπουζούκι, ο Dassin -άρτι αφιχθείς ο ίδιος τότε- καταφέρνει να δώσει ακέραια μία τόσο βαθιά ελληνική ερμηνεία της ψυχής (ιδεαλιστικά ελληνική, παρατηρώ με πικρία σήμερα) όσο λίγοι το έχουν καταφέρει. Κι είναι στ' αλήθεια αξιοθαύμαστη η περιέργεια και η ανάγκη να καταλάβει το περιβάλλον του ο Όμηρος (ή μήπως ο Dassin;) που από τουρίστας ανάγεται σε ταξιδιώτη.

Κι αν είναι, τις περισσότερες φορές, θλιβερή η σύγχυση ανάμεσα στην καλλιτεχνική πορεία των ανθρώπων και την προσωπική ζωή τους, αποκρουστική σχεδόν μέσα στην ψεύτικη λάμψη των ιλουστρασιόν φυλλάδων που, συνήθως, υποκύπτουν στο παράπτωμα, ας μη βαυκαλιζόμαστε· ο Όμηρος του Ποτέ την Κυριακή κάτι κουβαλάει από τον Dassin. Επιβαλλόμενος, λοιπόν, αυτός ο συσχετισμός ανάμεσα στον ιδεαλιστή Αμερικανό που καταλήγει να χορεύει τσαρλατάνικα ελληνικούς χορούς και τον άλλον, τον εκδιωγμένο Αμερικανό που ερωτεύθηκε ένα βράδυ στις Κάννες μια Μελίνα και παράτησε, για δεύτερη φορά, πατρίδα για να έρθει στην Ελλάδα. “Μ' αρέσει εδώ. Είναι το σπίτι μου πια. Η Μελίνα. Οι Έλληνες φίλοι μου... Λατρεύω τους αρχαίους τραγικούς. Όμως, μέσα μου, είμαι πάντα ένας Αμερικανός. Ένας Νεοϋορκέζος...”, καταγράφει ο ίδιος στην κινηματογραφική αυτοβιογραφία του χρόνια μετά. Ένας Αμερικανός που δημιούργησε στην Ελλάδα με τρόπο τέτοιο που, ακόμη κι αν σ' αφήνει αδιάφορο, τουλάχιστον αναγνωρίζεις την ατόφια περιέργεια και την, άκρως ανθελληνική, έλλειψη μιζέριας. Ένα χρόνο μετά η απουσία του μέσα μου γράφει. Γιατί αυτή η έλλειψη μιζέριας και η απλόχερη δημιουργικότητα θυμίζουν κάτι από την ιδανική ελληνικότητα του Ποτέ την Κυριακή· κάτι από την δική μας, χαμένη Ατλαντίδα.

Έρικα Βαραγγούλη