Ελάχιστοι δημιουργοί στην ιστορία του κινηματογράφου έχουν πάρει τόσα ρίσκα όσα ο Ρόμπερτ Άλτμαν. Δοκίμασε τις δυνάμεις του σε κάθε υπαρκτό είδος κινηματογράφου, έπαιξε με τις αφηγηματικές τεχνικές επαναδημιουργώντας τες, προσπάθησε να ξαναγυρίσει αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα όπως το Le Mepris και ακόμα και στις περιπτώσεις που έφαγε το κεφάλι του (όπως στην προαναφερθείσα απόπειρα υπό τον τίτλο Pret- a Porter), του βγάζεις το καπέλο, γιατί τουλάχιστον είχε τα ‘καρύδια’ να το κάνει!

Εν έτει 1973, μια χρονιά μετά το – δυστυχώς δυσεύρετο – αδερφάκι της πολανσκικής ‘Αποστροφής’ (Images) και τρία μετά τον… τυφώνα MASH, ο Άλτμαν καταπιάνεται με ένα από τα αρχετυπικά genres του αμερικανικού κινηματογράφου, το φιλμ νουάρ, διασκευάζοντας μάλιστα τον σημαντικότερο λογοτεχνικό εκπρόσωπο του είδους, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, και αφηγούμενος, κατά συνέπεια, μια ιστορία του ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου.

Η ταινία ξεκινά με μια διαολεμένα χαριτωμένη σεκάνς στην οποία ο Μάρλοου προσπαθεί να ξεγελάσει τη γάτα του με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Με τούτο το κωμικό στιγμιότυπο ο Άλτμαν προοικονομεί το πλέγμα εξαπατήσεων που πρόκειται να ακολουθήσει και ξεκινά μεθοδικά να ξετυλίγει την ιστορία του στο πανί. Ωστόσο, σε αντίθεση με πολλά φιλμ της δεκαετίας του

Και τι σύμπαν είναι αυτό, αλήθεια! Στο γεμάτο απρόοπτες στάσεις ‘ταξίδι’ του με στόχο την ανεύρεση της αλήθειας ο Μάρλοου έρχεται σε επαφή με μια σειρά από χαρακτήρες που η σημερινή κριτική θα αποκαλούσε «κοενικούς». Ένας φύλακας που κάνει μιμήσεις αστέρων του Χόλυγουντ, ένας φωνακλάς αλκοολικός συγγραφέας (τον οποίο υποδύεται με μπρίο ο παραγνωρισμένος Sterling Hayden), ένας γκάγκστερ που για να δείξει ότι δεν αστειεύεται δεν διστάζει να σπάσει ένα μπουκάλι στα μούτρα της συντρόφου του (μια σκηνή που σοκάρει με την ωμότητα της), ένα γκρουπ από αμφιβόλου σεξουαλικότητας γυμνίστριες γειτόνισσες και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό! (Να σημειώσουμε το ‘μουγγό’ πέρασμα του σημερινού κυβερνήτη της Καλιφόρνια σε ρόλο μπράβου…)
Στο φινάλε, ο ήρωάς μας θα προβεί σε μια ενέργεια που συμβαδίζει με τον τρόπο που παρουσιάζεται στην ταινία, αλλά δεν ταιριάζει επ’ ουδενί στον ηρωικό σταυροφόρο- αναζητητή της αλήθειας των φιλμ των 40’s. Οι συνέπειες αυτής της ‘τολμηρής’ καθαρτήριας επιλογής σε συνδυασμό με την συνολική προσέγγιση του Άλτμαν ήταν εν μέρει αναμενόμενες.: Οι κριτικοί υποδέχτηκαν το Long Goodbye κραδαίνοντας μπαλτάδες και το κοινό έστρεψε την πλάτη του στη νέα περιπέτεια του Φίλιπ Μάρλοου, απογοητευμένο για το <<πως κατάντησαν έτσι>> έναν από τους αγαπημένους του ήρωες. Όπως η πλειονότητα του έργου του Άλτμαν, το Long Goodbye ήταν καταδικασμένο να επανεκτιμηθεί από τους κριτικούς χρόνια μετά την κυκλοφορία του στις αίθουσες. Μια μεγάλη μερίδα του κοινού όμως αγνοεί ακόμα το pulp αυτό αριστούργημα, αφήνοντας το δισκάκι του dvd να πιάνει υγρασία στα συρτάρια του video club.
Ποτέ δεν είναι αργά…
Γιάννης Βασιλείου