Από την εποχή του The Musketeers of Pig Alley (1912, D.W. Griffith), την οριστική εδραίωσή του στις αρχές του ’30 με την θεμέλια τριάδα (Scarface, The Public Enemy, Little Caesar) και μέχρι τις μέρες μας - έναν ολόκληρο αιώνα μετά, το γκανγκστερικό φιλμ διατηρεί αμείωτη την αίγλη και την απήχησή του στο κοινό. Στο σύμπαν του συγκατοικούν ο κίνδυνος της διαρκώς ετοιμόγεννης βίας και η αφθονία/σπατάλη κάθε είδους. Εκεί βρίσκουν τροφή και έκφραση τα αναρχικά και ανυπότακτα κομμάτια στο ατομικό υποσυνείδητο και η αιώνια λαϊκή ανάγκη για ήρωες και θρύλους. Πέρα από τις όποιες θεωρητικές διαμάχες για την αναγνώρισή του ως ξεχωριστό genre, δε θα ήταν άτοπο να υποστηριχθεί ότι, μετά το western (φυσικά), πρόκειται για το κατεξοχήν κινηματογραφικό είδος. Μόνο στη μεγάλη οθόνη χωρούν οι larger than life χαρακτήρες με τη τολμηρή ζωή και τον μυθικό θάνατο. Mόνο ο συνδυασμός της κάμερας, της μουσικής, των σκηνικών και των κουστουμιών μπορεί να αναδείξει την αστραφτερή πλευρά του υποκόσμου. Οι πρόσφατες προσπάθειες προς ένα πιο ρεαλιστικό γκανγκστερικό φιλμ μπορεί να υπερηφανεύονται για την τιμιότητά τους, ωστόσο καμμιά τους δεν το πέτυχε χωρίς το ανάλογο τίμημα στην αναμέτρησή με το θεατή.
Όλα αυτά μέχρι να αναλάβει δράση ο Michael Mann. Ο σπουδαίος Αμερικάνος δημιουργός παίρνει στο Public Enemies ένα μεγάλο ρίσκο και βγαίνει θριαμβευτής. Χρησιμοποιεί για σεναριακή βάση όλα τα κλισέ και τις συμβάσεις του είδους, κλείνοντας τα μάτια (και χαμογελώντας σαρδόνια) μπροστά στην εξέλιξη και τη θεωρητική ωρίμανση των crime films. Η ιστορία του John Dillinger είναι ένα χρονικογράφημα με αφηγηματικό στυλ στα πρότυπα των ασπρόμαυρων φιλμ των Warner Bros. Δεν υπάρχει εκείνη η εξαιρετικά υπολογισμένη ανάπτυξη χαρακτήρων που διακρίνει το Heat ή το Collateral και η τίμια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο καλό και το κακό μένει αυτή τη φορά στο βάθος – ο αστυνόμος Melvin Purvis αρκείται στη μικρή γωνία που του άφησε ο πληθωρικός ήρωας του Johnny Depp. Και εδώ έρχεται η φορμαλιστική καινοτομία που σα ξυράφι διαπερνάει όλα τα επίπεδα της ταινίας και φτάνει μέχρι την καρδιά του. Με την υφή του φιλμ (παρά τη δεδομένη μαεστρία του Mann ανεξαρτήτως μέσου), το Public Enemies θα έμοιαζε αφόρητα ρετρό. Στο καθαρό σα κρύσταλλο όμως ψηφιακό βλέμμα του Dante Spinotti, όλα μοιάζουν σύγχρονα και, επομένως, όλα γίνονται αληθινά. Οι μύθοι ζωντανεύουν χωρίς να χάνουν τη γοητεία τους. Τα όνειρα που δε ζήσαμε (αλλά ερωτευτήκαμε) μοιάζουν να χτίζονται από την αρχή, αυτή τη φορά με τα υλικά της καθημερινότητας.
Έτσι απλά, ο σύγχρονος θεατής που πίστευε ότι τα έχει δει όλα, παγιδεύεται στα βασικά σχήματα, τα αναγόμενα στις απαρχές της έβδομης τέχνης. Στέκει σαγηνευμένος και ανίκανος να ξεχωρίσει τα όρια ανάμεσα στη ζωή και το σινεμά. Μέχρι το ευφυέστατο φινάλε, όταν ο Dillinger θα βρεθεί στη σκοτεινή αίθουσα να χαμογελάει βλέποντας τον Clark Gable στο πανί. Εμπνευστής του κινηματογραφικού ήρωα ή επηρεασμένος από αυτόν; Δεν έχει σημασία. Άλλωστε για τα λίγα λεπτά αυτής της σκηνής, ο Dillinger είναι ταυτόχρονα θεατής και θέαμα: Johnny (Depp) και John (Dillinger). Κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι το Public Enemies είναι η πιο προσωπική εξομολόγηση ενός μεγάλου σκηνοθέτη. Κι εγκαταλείπεις την δική σου σκοτεινή αίθουσα αισιόδοξος, γιατί υπάρχουν ακόμα ταινίες ικανές να σε μαγέψουν σαν την πρώτη φορά που έκλεισαν τα φώτα και έπεσαν τα γράμματα…
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
6 σχόλια:
"Μόνο στη μεγάλη οθόνη χωρούν οι larger than life χαρακτήρες "
Διαφωνώ. Και στο θέατρο πολλές φορές αποτυπώνονται πολύ πιο ρεαλιστικά "larger than life" χαρακτήρες.
"Mόνο ο συνδυασμός της κάμερας, της μουσικής, των σκηνικών και των κουστουμιών μπορεί να αναδείξει την αστραφτερή πλευρά του υποκόσμου."
Πάλι διαφωνώ. Και χωρίς μουσική, κοστούμια εποχής και σκηνικά μπορεί να αναδειχθεί ο κόσμος που περιγράφεις.
Επίσης λες ότι τα όνειρα που δεν ζήσαμε μοιάζουν να χτίζονται. Μπορείς να γίνεις λίγο πιο σαφής; Ποια όνειρα; Εγώ π.χ. ποτέ δεν ονειρεύτηκα να γίνω εγκληματίας.
Τέλος πάντων, καλή ταινία όπως έχω ήδη πει, για χόλιγουντ. Αλλά μέχρι εκεί, ας μην υπερβάλλουμε, άλλωστε και με αντικειμενικά κριτήρια η ταινία δεν είναι 100% τεχνικά άρτια (βλ. ερμηνείες και έλλειψη εμβάθυνσης στους χαρακτήρες). Καλή για σινεμά με παρέα και ποπ κορν.
"Διαφωνώ. Και στο θέατρο πολλές φορές αποτυπώνονται πολύ πιο ρεαλιστικά "larger than life" χαρακτήρες".
Τώρα θέλεις να κάνουμε αντιπαράθεση ανάμεσα στο θέατρο και το σινεμά; Να μιλήσω για τις συμβάσεις ευκολίας που προσφέρει το πρώτο στο οποίο το γραπτό κείμενο απαιτεί να θεωρούμε δεδομένο ό,τι μας λέει; Ή για τη διαφορά ανάμεσα στο μάτι του θεατή στο θέατρο και στο μάτι της κάμερας (και κατά προέκταση του θεατή) στο σινεμά με ότι αυτό συνεπάγεται για την ταύτισή μας με τους χαρακτήρες; Δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε σύγκριση. Καλά κάνεις και έχεις τη γνώμη σου, να μου επιτρέψεις όμως να διαφωνήσω και να πω ότι από την πρώτη σου κιόλας πρόταση μου δείχνεις γιατί δε σου άρεσε μια ταινία - ερωτικό γράμμα προς το ίδιο το σινεμά.
"Mόνο ο συνδυασμός της κάμερας, της μουσικής, των σκηνικών και των κουστουμιών μπορεί να αναδείξει την αστραφτερή πλευρά του υποκόσμου."
Η αστραφτερή πλευρά του υποκόσμου; Αν το έχεις δει με άλλα μέσα καλύτερα, γιατί δεν μου τα λες να ανοίξουν τα μάτια μου; Τονίζω το αστραφτερή.
"Επίσης λες ότι τα όνειρα που δεν ζήσαμε μοιάζουν να χτίζονται. Μπορείς να γίνεις λίγο πιο σαφής; Ποια όνειρα; Εγώ π.χ. ποτέ δεν ονειρεύτηκα να γίνω εγκληματίας."
Είναι πανάρχαια η γοητεία που ασκούν οι παρεκκλίνοντες από το σύστημα, τόσο το δικαιικό όσο το εκάστοτε ηθικό που επιβάλλεται σε κάθε εποχή. Δηλαδή όταν σε εκεινο το περίφημο μονοπλάνο στο goodfellas ο Henry εισάγει την Karen στον κόσμο του, εσύ δε σαγηνεύτηκες (άσχετα με το τίμημα που έχει αυτή η ζωή); Όσο για τον Dillinger, τράπεζες έκλεβε. Δεν έχω κανέναν ηθικό ενδοιασμό απέναντι σε αυτό.
Επίσης, όταν λες "καλή ταινία για Χόλυγουντ", μου δίνεις να καταλάβω ότι δεν έχεις καταφέρει να μπεις στον κόσμο του Michael Mann. Οι ταινίες του δεν είναι της σειράς, ούτε το public enemies. Δεν ξέρω τι εννοείς λέγοντας αντικειμενικά κριτήρια ή χρησιμοποιώντας ποσοστά, αλλά ακόμα και αν θεωρήσουμε τις ερμηνείες και την ανάπτυξη χαρακτήρων ως τεχνικά σημεία, πάλι διαφωνώ. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, ενώ όσο για τους χαρακτήρες σε παραπέμπω στο κείμενό μου. Η ουσία της ταινίας βρίσκεται αλλού για μένα. Είναι μια δήλωση αγάπης του Mann απέναντι στο σινεμά. Απέναντι στη Τεχνη του. Γι αυτό και θεωρώ την τελευταία σου πρόταση περί ποπ κορν, κάπως ιερόσυλη...
Μην τους ακούς Αχιλλέα και ασ' τους να απορούν αντικρύζοντας το μεγαλείο των ΗΕΑΤ και INSIDER. Ο Μαν θα θεωρείται μέγιστος auteur όταν κατευνάσουν οι φωνές, κι εγώ το πιστεύω όσο λίγοι. Διόλου τυχαίο που το PUBLIC ENEMIES βούλιαξε απότομα στο box office της Αμερικής-δεν είναι το εύπεπτο ημερήσιο ποπ κορν.
Τί να πω για την κριτική;; Λες κάτι άλλο όταν συμφωνείς απόλυτα;; Ειλικρινά πάντως, η τελευταία παράγραφος από τις καλύτερες που διάβασα τελευταία.
Φίλε Dynx αν και παρέπεμψες ήδη στην στοχευμένη ανάλυσή σου, εμμένεις με την τελευταία σου παράγραφο να υποτιμάς, προσβάλλοντας, το φιλμ.
Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τον λόγο.
Όπως και το απυρόβλητο των "αντικειμενικών κριτηρίων" που εκτιμούν τις ερμηνείες ως μέτριες ή την συμπερίληψη των ερμηνειών στο τεχνικό σκέλος του φιλμ (...!)ή ακόμα και την θεωρούμενη ως έλλειψη εμβάθυνσης - στην οποία αναφέρομαι στο κείμενο μου.
Κλείνω αναρωτώμενος γιατί ενώ δύο άνθρωποι αναλύουν εμπρός σου τους λόγους που τους συγκίνησε το φιλμ, εσύ προβαίνεις στην θεώρησή τους ως multiplex σαγηνευθέντων - "της παρέας και του ποπ κορν" συνοδοιπόρων.
Ασφαλώς και "γράφουμε την γνώμη μας" - λόγος προσβολής ωστόσο, και μιλώ για μένα κι όχι εκ μέρους του Α.Π., δεν μου φαίνεται να συντρέχει.
;)
Σ'ευχαριστώ για τον καλό σου λόγο costello. Ούτε εμένα μου κάνει την παραμικρή εντύπωση η εμπορική αποτυχία της ταινίας. Μάλιστα, και σε αντίθεση με το φίλο Dynx, το τελευταίο που μου έχει μείνει από το Public Enemies είναι η αίσθηση από ένα αδιάκοπο πιστολίδι και μία αναίτια βία. Έχει πραγματικά ενδιαφέρον το πόσο διαφορετικά μπορεί ο καθένας μας να δει την ίδια ταινία, αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε ήδη να έχουμε αποδεχτεί.
Δημοσίευση σχολίου