Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Coppola Vς Scorsese - Προσωπικά

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου σε κύκλους κινηματογραφοφίλων η αντιπαράθεση των δύο υπέβοσκε. Η αρέσκεια δεν ήταν το ζητούμενο – ας πούμε ότι θεωρούνταν δεδομένη – η προτίμηση ήταν το ερώτημα.Λίγο προτού το ερώτημα θεωρηθεί πια εντελώς παρωχημένο – είναι άλλωστε δυο 70άρηδες σε παρακμή (…) - είπα να θυμηθώ τι με (και ενδεχόμενα κάποιους ακόμα) συνδέει με τους δυο και γιατί αρνούμαι να τους ξεπεράσω.

Αρκετά χρόνια πριν είχα μια κουβέντα με έναν από τους ελάχιστους αξιόπιστους έλληνες κριτικούς κινηματογράφου – με τον οποίον ίσως δεν μας συνδέει τίποτα πέρα από την στοργή για τους δύο – κι είχαμε καταλήξει πως σε μια υποθετική λίστα ο Coppola θα κατελάμβανε τις πρώτες 3-4 θέσεις, έπειτα θα ήταν όλες οι ταινίες του Scorsese και ουραγοί όλες οι υπόλοιπες του Coppola. Η κουβέντα ήταν περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν, έκτοτε ο Coppola έκανε μόλις τρία φιλμ (ένας σημαντικός λόγος που οι σημερινοί εικοσάρηδες δεν «μεγάλωσαν» μαζί του και στην πλειοψηφία τους δεν τον προτιμούν) ο Scorsese πάνω από επτά, δεν ξέρω πόσα πράγματα θα άλλαζαν σήμερα από μεριάς του στην κουβέντα μας. Όπως τον ξέρω, εκτιμώ όχι πολλά – αντίθετα με μένα…

Από νωρίς, πρέπει να πω, εγώ δεν τους μπέρδευα αυτούς τους δυο. Πέραν της καταγωγής, ως έναν (ελάχιστο) βαθμό της θεματολογίας και του facial hair, δεν έβρισκα γιατί ο κόσμος τρώγεται να βγάλει πρωταθλητή. Το γεγονός πως υπήρξαν πρωτοπόροι της αφύπνισης του χολιγουντιανού σινεμά δεν λέει και πολλά, είναι πολλοί οι συνοδοιπορούντες.

Για μένα ανέκαθεν ο ένας ήταν μια μεγαλοφυΐα (της τάξεως του Welles, του Kubrick και του Chaplin) κι ο άλλος μια ιδιοφυΐα (της τάξεως του Ray, του Huston και του Κασαβέτη), ο ένας ασυμμάζευτος, μεγαλομανής, ποιητής, ο άλλος ασθματικός, ιδιοσυγκρασιακός, πεζογράφος. Αμφότεροι δαιμονισμένοι τεχνίτες, είναι αλήθεια, κατήγοροι του αμερικανικού ονείρου κι υπερασπιστές της (παρόμοιας, στο βάθος) Αμερικής τους, πράγματι, αλλά με τόσο διαφορετική αισθητική που η «σύγκριση» να μοιάζει άτοπη.

Ο Coppola (κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι νεότεροι δεν τον προτιμούν) είναι ένας κλασσικιστής επικός, οξείας οπερατικής χροιάς και πληθωρικού λυρισμού που πλησιάζει τους ανθρώπους του σαν σχήματα σε τραγωδία – οι ταινίες του μοιάζουν με τονικές ελεγείες. Το βαρύ του συναίσθημα σε εξουθενώνει αν το αγγίξεις, διαφεύγει αν το δεις στην ταχύτητα του 21ου αιώνα. Το σινεμά του (με την εξαίρεση των δύο πρώτων, εξωπραγματικών, Νονών) είναι πάντοτε εφηβικό, ορμητικό, ονειρευτικό, επαναστατικά πολιτικό, ατομικιστικό, αλλά και σινεμά-προϊόν ανθρώπου για τον οποίον ο Χρόνος είναι ο ακατάβλητος εχθρός – κι αυτό δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Ακόμα και η χειρότερή του στιγμή (Jack) δεν παύει να είναι η βιαστική συναισθηματική κουβέντα ενός λαμπερού αγοριού που πνίγεται να εξομολογηθεί έστω και αν, σαν αγόρι που είναι, δεν στέκεται να σκεφθεί τις συνέπειες της εξομολόγησής του.
Στον Coppola κυριαρχεί μια σχεδόν μυθική αντίθεση ανάμεσα στην υπερφιλόδοξη ιδιοκατασκευή και την βιογραφική εγκαρδιότητα του περιεχομένου. Δεν θα σκεφθεί την κόντρα ρομαντισμού/κατασκευαστικής επιτήδευσης (Αταίριαστος), ούτε εκείνην εγκεφαλικότητας/ρομαντισμού (Youth without Youth). Αν δεν αγκαλιάσεις την ανισότητα ως ίδιον μια μορφής υψηλής Τέχνης, μεγαλοφυΐες όπως ο Coppola πάντοτε θα σου διαφεύγουν. Ακατάτακτος και χαοτικός σαν ένα από τα μεγάλα του αριστουργήματα (Αποκάλυψη Τώρα), ο Coppola περικλείει μορφές σινεμά που ο Scorsese έχει επιχειρήσει (Rain People, Conversation – δυο ταινίες του που αγαπούν συνήθως οι…σκορσεζικοί), ενώ ξανοίγεται σε ωκεανούς τεχνοδιαδραστικότητας (Δράκουλας), ρομαντικά φιλοαντιαμερικανικά κατηγορητήρια (Tucker, Cotton Club) και ανεπανάληπτης βιρτουοζιτέ ερασιτεχνισμούς για το τέλος της εφηβείας (Outsiders, One from the Heart).

Ο Scorsese (κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι νεότεροι τον προτιμούν) είναι ένας εντελώς μοντέρνος λούμπεν διανοητής, ευθυτενής κι εμμονοληπτικός συνάμα, που δεν ξέρει ούτε από επικότητα, ούτε από λυρισμό, επανεφηύρε όμως το street wisdom του σινεμά – οι ταινίες του μοιάζουν με σιδερογροθιές - ως το ’95 τουλάχιστον. Έκτοτε το σινεμά του Scorsese μοιάζει όλο και πιο λείο (η ανταυγάζουσα φωτογραφία του Richardson δεν μπορεί ποτέ να συλλάβει την αστική ρυτίδα του Chapman) αν κι όχι απαραίτητα λιγότερο αποτελεσματικό (το Aviator, παρά την οσκαρική «αμερικάνική του ομορφιά», παραμένει η καλύτερη ταινία του από το Casino και μετά και θα έστεκε, αξιοπρεπώς τρικλίζοντας, δίπλα στις κλασσικές του δημιουργίες).
Στην χειρότερη του στιγμή (Bringing out the Dead) αποκαλύπτεται ένας ενήλικος άνδρας – αντί για το αγόρι που είναι ο Coppola - που γνωρίζει πολύ καλά την θέση του, την κρίνει και την κατακρίνει.
Στο σινεμά του Scorsese έχεις την αίσθηση ενός αλκοολικού του σινεμά που πρέπει να τρυπήσει κάθε του στιγμή με την καθολική εμμονή της Πτώσης. Μια εμμονή που όλο και ατονεί τελευταία, δίνοντας την θέση της (στην χειρότερη περίπτωση) σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα εγκλήματος και τιμωρίας (Departed) ή (στην καλύτερη) σ’ ένα ατόφιο κινηματογραφικό αναπαραστατικό πάθος (Συμμορίες της Νέας Υόρκης, Aviator).
Ωστόσο (και βέβαια μιλώ πριν το Shutter Island) ο Scorsese, μέσα στις δύο τελευταίες μυθοπλασίες του δείχνει το κλασσικό σύμπτωμα της παρακμής που γεννιέται από την, συντελούμενη εντός του ίδιου του συνολικού του έργου, αιμομιξία. Η αναπαραγωγή εκείνων που εκτέλεσε αριστουργηματικά (όλη η σειρά από τον Ταξιτζή ως το Ακρωτήρι του Φόβου με ελάσσονα εξαίρεση το New York, New York) με προφανή στόχο την οσκαρική καλίμπρα και επιβράβευση (που, ειρωνικά, ήλθε σε μια από τις πιο αδύναμες ταινίες του – το Aviator αν δεν είχε πέσει στην χρονιά του, εντελώς αντιοσκαρικού, Million Dollar Baby, θα ήταν πανάξια βράβευση) δείχνουν έναν δημιουργό σε ύφεση.

Ύφεση που, αν και σαφής στους δύο (ο Coppola δεν γύρισε ταινία για μια δεκαετία!) δεν είναι παρόμοιας υφής. Ο Scorsese είναι at the top of his game, τόσο «χωμένος» στην βιομηχανία όσο κάποτε ο Coppola – λίγο πριν τα κλωτσήσει όλα για να κάνει τα δικά του. Η διαφορά τους είναι ποιοτική. Ο Scorsese, όπως οι χαρακτήρες του, τα κατέκτησε όλα για να χάσει βαθμιαία κάτι από την δαιμόνια ψυχή του. Ο Coppola δεν απειλήθηκε ποτέ από άγχος επιβράβευσης, θέλησε μόνο χρήματα για να μπορεί να κάνει σινεμά. Όταν του δόθηκαν, εκμεταλλεύτηκε την βιομηχανία βασιλικά (Αποκάλυψη Τώρα) και τα σκάτωσε αυτοκρατορικά (Zoetrope Studios) δίνοντας ένα αξέχαστο όργιο σινεμά (Αποκάλυψη Τώρα). Σταδιακά η αδιαφορία του τον έκοψε σαν κακή συνήθεια από τα χολιγουντιανά studios και μόνο τα δύο τελευταία χρόνια δείχνει να επιστρέφει - όπως ακριβώς τον περίμενα: Περιπετειωδώς εικονοκλαστικός (εκεί που ο Scorsese μου προξενεί όλο και λιγότερο εικαστικό ενδιαφέρον), νεανικός στις διαθέσεις σκηνοθεσίας, ελευθερωμένος παντελώς από την γνώμη της βιομηχανίας και της κριτικής και γεμάτος χρωματισμένη νοσταλγία.













Μικρότερος είχα την αίσθηση ότι ο φίλος μου ήταν ο Scorsese – έτσι μονομανής με το σινεμά που είναι – κι ακόμα φορές σκέφτομαι πόσο τέλεια θα ήταν να κατεβάζουμε μπύρες βλέποντας νουάρ και γουέστερν του ’50 παρέα. Έτσι, 8-9 ταινίες στη σειρά… (Κι έχω και μια προαίσθηση ότι το ερχόμενο Shutter Island θα είναι ένα κινηματογραφικό στεροειδικό υπερπαίγνιο που θα με γονατίσει μπρος του…)
Τώρα πια όμως ξέρω ότι φίλος μου είναι ο παλιομοδίτης, χορταστικός Coppola. Με την ασίγαστη όρεξη για πειραματισμό (ο Scorsese δεν το έχει πια αυτό από τότε που άρχισε να κλείνει το μάτι στην Ακαδημία – αν και το Shutter Island υπονοεί άλλα ωραία…), το ήρεμο χάος και το χιούμορ του είναι κείνος με τον οποίο θα περνούσα ζεστά απογεύματα της Κάτω Ιταλίας ακούγοντας Puccini, πίνοντας ένα από εκλεκτά κρασιά του και συζητώντας το σινεμά του Powell, του Welles και του Sirk...


Ηλίας Δημόπουλος

17 σχόλια:

kioy είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο-άποψη-ανάλυση.
Μου αρέσει που το ξεκινάς από μια ορθότατη(πάντα κατά την ταπεινή και υποκειμενικότατη κρίση μου) θέση. Δηλαδή "ξεκαβλώστε, δεν υπάρχει λόγος σύγκρισης". Ακυρώνοντας όλες αυτές τις άστοχες πομπές για τέλευση πρωταθηλτικού βραβείου.

Ωστόσο θέλω να διερωτηθώ πάνω σε κάτι. Αναφέρεις πως οι εικοσάρηδες έχουν μια προτίμιση σε Scorsese. Και το τεκμηριώνεις ορθολογικότατα και αρτιότατα, μπορώ να πω. Αλλά πιστεύεις τελικά πως η ιστορικότητα, ή καλύτερα η τυπικότητα του χρόνου(εννοώ ως ορισμένη και εργαλειακή μονάδα μέτρησης), είναι τόσο σημαντικός παράγοντας για την εκτίμιση κάποιου έργου ή και κάποιου καλλιτέχνη;

Προσωπικά, αντιπροσωπεύοντας τους εικοσάρηδες(λέμε τώρα!), δεν το κρύβω πως προτιμώ τον Κόππολα. Όχι ότι έχει κάποια σημασία. Απλά θέλω να εκφράσω πως κατά τη γνώμη μου, ο χρόνος όσο αφορά την ουσιαστική(τονίζω το ουσιαστική) αποτίμηση ενός έργου, δεν υπακούει σε κάποια γραμμικότητα. Ο χρόνος κατά μία άποψη στην τέχνη είναι άχρονος, καθώς το παρελθόν -συνεπώς και οι παρελθούσες δημιουργίες- στην Τέχνη δε γνωρίζει επίπεδα. Κατά μία έννοια, τα δημιουργήματα που απηχούν απ' το χθες δε μας (δια)μορφώνουν βάση της φρςεσκάδας τους, αλλά βάση της βαθύτητας από την οποία εκπέμπουν...

Πιθανόν να μην έγινα κατανοητός. Όπως και να 'χει μια καληνύχτα. Και ένα "ευχαριστώ" για αυτή σου την κατάθεση!

Unknown είπε...

Η αλήθεια είναι πως κατά την γνώμη μου η ουσιαστική αποτίμηση ενός έργου γίνεται μέσα στον χρόνο και, σπανιότερα, έξω από αυτόν. Θέλω να πω μ΄αυτό πως ο χρόνος είναι ένα ρούχο που φοράει το έργο και καθώς οι εποχές, εμείς και το φθειρόμενο (;) ρούχο αλλάζουν γύρω του, παρακολουθούν πως του πηγαίνει - ή ακόμα ακόμα και πως μπορεί το ίδιο να "αποκαλύπτει" πτυχές του γυμνό, πέρα απ' το ρούχο. (Βεβαίως κάπου κει ξεκινούν απέραντες συζητήσεις αισθητικής σχετικότητας που τελικά αποκαλύπτουν περισσότερο κάτι για μας παρά για το έργο αλλά αυτή είναι και η ουσια της Τέχνης, ε;)

Από κει και πέρα στον χρόνο του θεατή, την ηλικία ημών καθώς "αντιμετωπίζουμε", δεν θέλω να παρεξηγηθώ σα να υποστήριζα πως οι νεότεροι δεν βλέπουν κάτι που οι πρεσβύτεροι βλέπουν. Καλύτερα, θα έλεγα πως αμφότεροι βλέπουν κάτι που οι άλλοι δεν βλέπουν. Κι όλοι συνεισφέρουν κάτι χρειαζούμενο στην αντίληψη ενός έργου. Αρκεί η κουβέντα τους να είναι προϊόν υποκειμενικής κι όχι αντικειμενικοποιημένης απόφασης.
Σχετιζόμενα με την ηλικία δεν μπορεί παρά να είναι ερωτήματα εμπειρίας τόσο στην "κατάσταση της θέασης" (που είναι μια πολύ δραστική και συναισθηματικά βαρυμένη εμπειρία, όπως σίγουρα ξέρεις) αλλά και φυσικά στην συνολική επίδραση που έχει ο παραπάνω (ή ο λιγότερος) χρόνος πάνω μας.

Η αναφορά μου στην προτίμηση των 20άρηδων στον Σκορσέζε (που από μια μεριά με χαροποιεί και λέω αλίμονο αν δεν ήταν κι έτσι...) είναι στατιστική από τις παρέες, από την εμπορική απήχηση, από κείνα που διαβάζω να γράφονται και από μια κρίση μου πάνω στο ταίριασμα γραφής του καθενός με την κρατούσα αισθητική αντίληψη του σινεμά.

Καλημέρα.

sot είπε...

Ευστοχότατη η αντιπαραβολή των δύο με το "...ο ένας ασυμμάζευτος, μεγαλομανής, ποιητής, ο άλλος ασθματικός, ιδιοσυγκρασιακός, πεζογράφος" να χτυπά ακριβώς στην καρδιά.

mpoukatsas είπε...

Άκρως ενδιαφέρουσα η τοποθέτησή σου φίλε μου.
Ένας αντάξιος αντίλογος απαιτεί ξεχωριστό χώρο και δεν μπορεί να αναπτυχθεί υπό μορφή σχολίου.
Περιορίζομαι κυρίως σε μια factual παρατήρηση:
O Marty ουδέποτε είχε στη διάθεση του τους προϋπολογισμούς του Coppola, ούτε οι ταινίες του συνάντησαν ποτέ την εμπορική επιτυχία των τριών Νονών. Έργο ανάλογο με το Apocalypse Now ήταν επομένως αδύνατο να υπάρχει στην φιλμογραφία του. Το πιο συγγενικά «μεγάλο» έργο του Marty είναι το Gangs of New York. Άλλα εκεί η δημιουργική του ελευθερία ήταν περιορισμένη, δεν είχε την δυνατότητα να γυρίσει ούτε 1% από το συνολικό μήκος φιλμ που γύρισε ο βουλιμικός Francis - ο παραγωγός Weinstein στεκόταν ως κέρβερος προασπίζοντας την εμπορευσιμότητα του εγχειρήματος (εξ' ου και οι ολοφάνερες εμπορικές παραχωρήσεις της ταινίας). Όμως το όραμα κάθε άλλο παρά απουσιάζει από την πληγωμένη αυτή ταινία.

Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η ακαδημαϊκή αναγνώριση του Marty ήρθε μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια καριέρας (ενώ ο Francis είχε από τα πρώτα βήματα τιμηθεί με Όσκαρ σεναρίου για το Πάττον), είναι ενδεικτικό πόσο off-mainstream ρευμάτων είναι οι ταινίες του. Ο Marty ουδέποτε χαρίστηκε, δεν μετατράπηκε σε ανώνυμο επαγγελματία πάντα η προσωπική του γραφή διασωζόταν στο τελικό εγχείρημα. Οι ταινίες του, ανεξάρτητα από τον βαθμό της επιτυχίας τους, φέρουν πάντα κάτι το απρόβλεπτο, δεν είναι εύκολα ταξινομήσιμες. Και γι'αυτό πάντα θα αποτελούν ένα γεγονός για τους φίλους του.

Unknown είπε...

Αν και η οικονομολογική κουβέντα ελάχιστα με απασχολεί, δεν μπορώ να αρνηθώ την σημασία της. Φυσικά δεν θεωρώ κανέναν απ' τους δύο - ειδικά back in the day - ως διατεθειμένους κονφορμίστες...

Αναγνώριση από την Ακαδημία είναι η πρόταση όχι η βράβευση κι αυτήν ο Σκορσέζε την έχει τρεις δεκαετίες πίσω - και κάμποσες φορές ακόμα. Η αίσθησή μου είναι πως ο Σκορσέζε κάποια στιγμή άρχισε να ζητά την βράβευση όχι απλά την τιμή..

Φυσικά, έχεις λάθος στα περί προϋπολογισμών και εισπράξεων. Η μόνη πραγματικά υπέρογκα ακριβή ταινία του Κόπολα είναι η Αποκάλυψη, ίσως συκριτικά λιγότερο ακριβή του Gangs όμως. Και το Aviator είναι ακόμα ακριβότερο...
Ο Σκορσέζε τα τελευταία είκοσι χρόνια κόβει πολλά εισιτήρια, οι οσκαρικές του είναι ψιλοblockbusters και ακόμα και το Cape Fear έκοψε περισσότερα από τον τρίτο Νονό.

Δεν βρίσκω όραμα στο Gangs, βρίσκω ιδέα. Που μου αρέσει και πολύ μάλιστα.

Πραγματικά, αν θεωρείς τον Κόπολα ανώνυμο επαγγελματία why bother;

Κατά τ' άλλα συμφωνώ.

Sot, την καλησπέρα μου.

mpoukatsas είπε...

Άμα θεωρείς ότι ακαδημαϊκή επιβράβευση είναι η πρόταση, τότε φαντάζομαι ότι θα θεωρείς τους Χιτσκοκ, Κιούμπρικ, Τσάπλιν, Χωκς κ.α. ακαδημαϊκά αναγνωρισμένους. Εγώ όχι, και δεν νομίζω ότι είμαι μόνος.

Περί εισπράξεων, οι τρεις Νονοί ήσαν ακριβότεροι από κάθε ταινία του Marty πλην του Gangs. Τα σημερινά ποσά είναι βέβαια σε απόλυτα μεγέθη σαφώς μεγαλύτερα από αυτά πριν από τριάντα (κυρίως λόγω των αμοιβών των σταρ), αλλά η ουσία είναι μία: Οι μόνες ταινίες του Marty που έβγαλαν σημαντικό κέρδος είναι το Departed και το Cape Fear (το οποίο έκοψε μόλις 10m$ παραπάνω από το Godfather III). To Αviator μπήκε μέσα κατά 10m$ στην Αμερική. Δεν είναι εμπορικός ο Marty, τις περισσότερες φορές τα τελευταία χρόνια έμπαινε μέσα (βλ. Casino, Age of Innocence, Kundun, Bringing out the Dead κλπ)

Αν έχει κάποια σημασία για σένα, ο ίδιος ο Κόπολα θεωρεί τις περισσότερες ταινίες που γύρισε μετά τη δεκαετία ως «ανώνυμα βιομηχανικά προϊόντα για να πληρώσει χρέη». Ο ίδιος προφανώς δεν είναι «ανώνυμος επαγγελματίας», αρκετές όμως από τις ταινίες του θα μπορούσαν να είχαν γυριστεί από κάποιον τρίτο.

Unknown είπε...

www.boxofficemojo.com για κείνους που φλέγονται αντίστοιχα για το ζήτημα που προτίμησες να δεις από το κείμενο.

Φίλε, και ο Allen θεωρεί το Manhattan αποτυχία του. Κι εξακολουθεί να μ' αρέσει. Θα ΄χεις ακούσει τον Eastwood πως μιλάει για ταινίες του που άλλοι αναλύουν βαθυστόχαστα...
Η θέαση δεν έχει νόημα εξαρτημένη απ' οτιδήποτε πλην του προσωπικού σου κριτηρίου.

mpoukatsas είπε...

Από τον ιδιαίτερα χρήσιμο σύνδεσμο που παρέθεσες διαπίστωσα με θλίψη ότι το Jack έβγαλε 15m$ περισσότερα από το Casino. Unfair.
H εμμονή μου με τα ποσά δεν έγινε από λογιστικό βίτσιο αλλά για να τονίσω το ότι ο Scorsese ήταν αναγκασμένος από την αρχή της καριέρας του να κινηθεί σε μικρότερη κλίμακα από τον Coppola. Αυτό δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι έκανε σινεμά δωματίου à la Κασσαβέτης, ήταν ανέκαθεν τόσο μορφικά, όσο και θεματικά ιδιαίτερα φιλόξοξος, μόνο που δεν είχε ποτέ την πολυτέλεια να γυρίζει επί δύο χρόνια στις ζούγκλες και με δικό του προσωπικό στρατό, ελικοπτέρων συμπεριλαμβανομένων, υπερμεγέθη έργα ζωής. Άμα στα 70s κάποιος μαικήνας του είχε δώσει λευκή επιταγή, είμαι σίγουρος ότι θα έκανε το δικό του Apocalypse Now (το μόνο έργο του Coppola που δεν εμπεριέχεται σε κάποια ταινία του Marty) που φυσικά λέγεται Gangs of New York.

Εννοείται πως συμφωνώ με την προσωπική θεώρηση της θέασης. Όμως, όπως υπάρχουν σκηνοθέτες που αδυνατούν να μιλήσουν για το έργο τους (Allen, Eastwood, Hawks), υπάρχουν και άλλοι που είναι εξαιρετικοί αναλυτές του (Hitchcock, Scorsese, Coppola). Άμα ακούσεις κάποιο από τα commentary του Coppola, θα καταλάβεις τι εννοώ. Όχι φυσικά πως οι απόψεις του αποτελούν θέσφατα για τον θεατή, ούτε όμως πρόκειται απλώς για μια ακόμη τυχαία γνώμη.

Unknown είπε...

To να καταφέρεις ένα έργο σαν το Νονό να κάνει εισιτήρια είναι περίπου ανυπέρβλητο κατόρθωμα - δεν σκόπευα να συγκρίνω αυτή τους την ικανότητα αλλά με εξωθείς να πω πως ο Σκορσέζε δεν την έχει. Στο Νονό οφείλονται τα μέσα που είχε ο Κόπολα - για λίγο αλά Welles διάστημα...

Πως ορίζεις το έργο ζωής; Και, κατ΄επέκταση, θεωρείς πράγματι πως η Αποκάλυψη είναι το έργο ζωής του Κόπολα;

Φίλε, με συγχωρεί(ς), αλλά δεν είδα ποτέ τον Σκορσέζε να μπορεί να κινηθεί στην κλίμακα του Κόπολα - και το εννοώ πολύ μακριά από οικονομικά μεγέθη αυτό. Ακόμα και η Συνομιλία κινείται σε μεγαλειώδη (ή μεγαλοειδή, αν δεν την προτιμάς) εσωστρέφεια. Σε σιωπές δωματίου βαρέων αντηχήσεων. Ο Σκορσέζε χρειάζεται πάντα διαλογική εξωστρέφεια, συγκοπτόμενο μοντάζ και τον ντε Νίρο. Ακόμα κι αν βάζει τον Ντέϊ Λιούϊς να τον μιμείται..
Το ένα είναι σινεμά σκηνοθεσίας που χρειάζεται ηθοποιούς, το άλλο σινεμά προσώπων που, ευτυχώς, σκηνοθετούνται υποδειγματικά.

Ο Χίτσκοκ ξέρει πολύ καλά την εικόνα του έργου του, αλλά ποτέ δεν συζήτησε τις αδιανόητες συνέπειές του.

(Μπουκ, commentaries δεν βλέπω. Δεν θα με παρασύρεις..)

mpoukatsas είπε...

Σίγουρα ο Νονός ήταν επίτευγμα αλλά δεν ήρθε από το πουθενά. Υπήρχε ένα δημοφιλές και πιασάρικο best seller από πίσω, ο Marlon Brando και το κοινό των 70s. Άμα πρωτοκυκλοφορούσε σήμερα, μάλλον δεν θα έκοβε πάνω από 20m$ και αυτό ανεξάρτητα από την ικανότητα ή όχι του Coppola να προσεγγίζει ευρύτερο κοινό. Πάντως μάλλον θα συμφωνήσω μαζί σου ότι ο Marty παραείναι προσωπικός ώστε να «βρει» το κοινό του πρώτου Νονού (οι υπόλοιποι δεν τα πήγαν εξίσου καλά).

Το έργο ζωής το αντιμετωπίζω ως μια κοπιώδη προσπάθεια για μια καλλιτεχνική διαθήκη, ένα testament. Ο Coppola τα έδωσε όλα για την ολοκλήρωση της Αποκάλυψης σαν να μην επρόκειτο να κάνει άλλη ταινία. Από αυτή την άποψη είναι έργο ζωής. Το αντίστοιχο του Marty είναι το Raging Bull.

Αντιλαμβάνομαι απόλυτα αυτό που γράφεις περί εσωστρέφειας στον Coppola, είναι από τις πλευρές που με γοητεύουν στο έργο του. Ο Μarty εν γένει έχει πιο δυναμική και υπερκινητική γραφή, με έντονο μοντάζ και στακάτο τέμπο. Όχι πάντα όμως. Πιο εσωτερικές ταινίες του Marty είναι To King of Comedy, το Age of Innocence (όπου κυριαρχούν σιωπές και υπόκωφες ανταλλαγές βλεμμάτων), αλλά και το υποτιμημένο New York, New York όπου ο διάλογος ελάχιστο ρόλο παίζει στην ιστορία. Μου έρχεται στο μυαλό και η σκηνή στη σκάλα στον Ταξιτζή όταν ο Ντε Νίρο προσπαθεί απεγνωσμένα να επικοινωνήσει με την Sybil Shepherd. O Μαρτυ μπορεί να γίνει εγκρατής εκεί που πρέπει, άσχετα αν τώρα τελευταία είναι εμφανώς πιο θορυβώδης. Έχει παίξει με τον τρόπο του, όμως, και σε αυτό το γήπεδο, όπως και ο Coppola στο αντίπαλο με μικτά κατά τη γνώμη μου αποτελέσματα (Dracula).

Unknown είπε...

Φίλε, οι δύο Νονοί ήρθαν απ' το πουθενά. Brando και Pacino ήταν επιλογές του Κόπολα που η Paramount απέρριπτε ως το τέλος και το κοινό των 70ς σίγουρα δεν ζητούσε νεοκλασσικισμό, αλλά τις αρχετυπικές ταινίες της δεκαετίας που ξέρουμε (και που, ειρωνικά, κάποιες είναι του Σκορσέζε...)

Ω ναι, ασφαλώς και υπάρχει εσωτρικότητα στον Scorsese πως θα μπορούσα να διαφωνήσω...
Εσωστρέφεια εννόησα εκείνο το γύρισμα - κι εκείνο το "γύρισμα" - που μοιάζει να παίρνει μια ταινία προς τα μέσα της, αναπαυμένη στον ρυθμό της, που σου επιτρέπει για στιγμές να στοχαστείς στα συμβαίνοντα. Ανέκαθεν χρειάζομαι σαν θεατής έναν εσωτερικό χρόνο που μου επιτρέπει να σκεφτώ/αισθανθώ τι βλέπω.
Στον Κόπολα αυτό μου συμβαίνει κατά την διάρκεια του έργου, στον Σκορσέζε σχεδόν πάντα μετά από αυτό - με την εξαίρεση των δύο αγαπημένων μου, του Ταξιτζή και του Ειδώλου.
Φυσικά και είναι εγκρατής, ποτέ αμετροεπής, ο Σκορσέζε - αλλιώς θα ήταν ένας κοινός δημαγωγός σαν τον Stone, ας πούμε.

Για το αγαπημένο Age of Innocence έχω μόνο την ένσταση του υπέρβαρου voice over που, εκτιμώ, ο Κόπολα θ' αντικαθιστούσε με οπερατικότητα. (Θυμήσου την προ ζενερίκ σκηνή του Δράκουλα..)

Βλέπω κι εγώ σαν μια όψη του έργου ζωής αυτό που λες. Αλλά προτιμώ να θεωρώ ως τέτοιο εκείνο που συνοψίζει την ζωή ενός δημιουργού, όπως την αντιλαμβανόμαστε από το έργο του. Έτσι δεν θα έβαζα εύκολα ένα "νεανικό" έργο σ' αυτήν την θέση. Στον Κόπολα θα έβαζα μια σειρά από ταινίες (από το Gardens of Stone ως τον τρίτο Νονό και από το Youth ως, είμαι σχεδόν βέβαιος, το επερχόμενο Tetro).
Στον Σκορσέζε, όσο κι αν φανεί παράξενο, στέκομαι ανάμεσα στο Kundun και τον Aviator.

theachilles είπε...

Άκρως ενδιαφέρουσες οι απόψεις σου όπως καταγράφονται σε ένα πυκνό κείμενο, ωστόσο αυτό που με κέρδισε είναι η ειλικρινής αγάπη για αμφότερους τους εκλεκτούς σκηνοθέτες, όπως αναβλύζει μέσα από τις λέξεις σου.

Σε αντίθεση με σένα, εγώ αδυνατώ να μη σταθώ παραπάνω σε μια βασική παράμετρο που αναφέρεις και συ από την αρχή κιόλας - βασική γιατί αλλιώς ο Charles Laughton θα έπρεπε να θεωρείται ο σημαντικότερος σκηνοθέτης στην Ιστορία. Ο Coppola μεγαλούργησε σε 4-5 ταινίες του, παρέδωσε αρκετά καλά φιλμ που από μόνα τους δε θα απασχολούσαν ιδιαίτερα την κινηματογραφική Ιστορία και, τέλος, έχουμε να θυμόμαστε και μερικές σοβαρές αποτυχίες του. Σοβαρές εννοώ πραγματικά κακά φιλμ. Συμφωνώ ότι σε ταινίες όπως το Rainmaker και το Jack υπάρχουν, έστω σε άχαρη μορφή, οι γνωστές θεματικές εμμονές του που αναφέρεις και συ, ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα το επικό ή λυρικό εκεί, πόσω μάλλον τίποτα που να μαρτυρά έναν σκηνοθέτη - ποιητή.

Από την άλλη, ο Scorsese δεν παρέδωσε ποτέ του κακό φιλμ. Και μόνο το γεγονός ότι δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς το ποιο είναι το χειρότερο (=λιγότερο καλό) φιλμ του (όπως συμβαίνει με τα δύο προαναφερθέντα στην περίπτωση του Coppola), νομίζω ότι λέει πολλά. Και πάνω απ'όλα ότι ο Martin υπήρξε πάντα ο ασθματικος, ιδιοσυγκρασιακός καλλιτέχνης όπως πολύ όμορφα γράφεις (παραλείπω το πεζογράφος μόνο και μόνο επειδή η ποιητική του σκορζεσικού σινεμά μου μιλάει πολύ δυνατά, έστω και αν δεν είναι μεγαλόπνοη), με συνέπεια και τιμιότητα.

Διαβάζοντας την ενδιαφέρουσα συζήτηση με το Γιώργο, θα ήθελα να σταθώ λίγο παραπάνω σε μια κομβική δεκαετία, αυτή του '80. Εκείνες τις μέρες, Coppola και Scorsese έφτιαξαν ταινίες με παρεμφερείς προϋπολογισμούς - έμοιαζαν να έχουν περίπου την ίδια θέση στην Οικονομία της βιομηχανίας. Όσο και αν μου αρέσουν τα One From The Heart, Outsiders, Rumble Fish, βλέπω από την άλλη ένα Raging Bull, ένα King of Comedy, ένα Last Temptation. Βλέπω το όραμα ενός auteur, ενώ από την άλλη τους (όχι πάντα πετυχημένους) πειραματισμούς ενός ανήσυχου ποιητή.

Και φτάνω σε μια μεγάλη μου διαφωνία μαζί σου. Λες ότι αναγνώριση από την ακαδημία είναι και η υποψηφιότητα. Η πρώτη οσκαρική υποψηφιότητα για τον Martin, ήρθε το 1980 για το Raging Bull, χάνοντας μάλιστα τελικά από τον Redford. Μέχρι τότε, ο Coppola είχε ήδη κερδίσει 5 Oscar. Μπορεί στις μέρες μας να μοιάζει πιο ξεκομμένος, ωστόσο το κάνει πλέον χορτάτος. Πήρε την αναγνώριση από την αρχή, δεν αποδείχτηκε απλώς άπληστος. Από την άλλη, βρίσκω πολύ πιο γοητευτική την πορεία του Scorsese που, ακόμα και σήμερα, χαρακτηρίζεται από τη διαρκή του πάλη με τη βιομηχανία του Hollywood. Με το ένα πόδι μέσα, με το άλλο έξω. Ποτέ πλήρως εμπορικός, ποτέ πλήρως συμβιβασμένος.

Πάντως, σαν σκορσεζικός και γω, παραδέχομαι ότι έπεσες διάνα για το Conversation και το Rain People. Έδωσες μια εναλλακτική εξήγηση στην αδιαμφισβήτητ λατρεία μου για αυτά τα δύο φιλμ.

Unknown είπε...

Καλημέρα φίλε. Στην πράξη ίσως δεν διαφωνούμε καν, όμως μάλλον χρησιμοποιώ διαφορετικές λέξεις. Αμφότεροι, ψάχνουμε πάντα να εκφράσουμε για ανθρώπους που αγαπάμε.

(Κάνοντάς σου ένα πείραγμα θα έλεγα πως η διαφωνία για την χειρότερη Σκορσέζε δεν είναι και πολύ καλό πράγμα για έναν σκηνοθέτη...)

Στην δεκαετία του '80 μου αρέσουν όλοι οι Σκορσέζε και όλοι οι Κόπολα. Ανεξαιρέτως και ανυπερθέτως.
Και νομίζω κάνουν και οι δύο αυτό που πάντα χαρακτηρίζει (για τον καθένα από μας ξεχωριστά και διαφορετικά) το έργο τους. Για μένα αυτό που λες ποιητικό πειραματισμό είναι η δυναμική ανισότητα της μεγαλοφυΐας που ανέφερα στο κείμενο.

Για το κεφάλαιο των βραβεύσεων δεν βρίσκω καθόλου να διαφωνούμε, μοναδική μου ένσταση πως ο Κόπολα είναι πραγματικά εντελώς έξω πια απ' το παιχνίδι της βιομηχανίας με ό,τι αυτό περιλαμβάνει (χρήμα, δόξα, μνήμη, κριτική και...ευγνωμοσύνη. Νομίζω υπάρχουν πολλοί που δεν ξέρουν καν ποιος είναι, τόσα χρόνια που δεν ακούγεται)...

W. είπε...

Ακόμη ένα εξαιρετικό κείμενο του Ηλία, που η ιδιαίτερα ενδοσκοπική ματιά του στο σινεμά των δυο δημιουργών δίνει μια αυθεντικά βιωματική διάσταση. Πάντως διαφωνώ σχετικά με την επική ποιητικότητα που χαρακτηρίζει τον Κόπολα, καθώς αυτό του το χαρακτηριστικό ίσχυε μόνο και μέχρι τον ΔΡΑΚΟΥΛΑ και όχι μάλιστα για όλες του τις δημιουργίες. Κάθε ταινία του Σκορσέζε αντιθέτως είχε και μια ελάχιστη προβληματική για την ψυχολογική προσέγγιση του ατόμου. Δε θέλω να ξεκινήσω μια καινούρια διαμάχη μεταξύ των δυο δημιουργών, το διευκρινίζω αυτό, απλά πιστεύω ότι ο δεύτερος κατόρθωσε μέσα στα χρόνια να διατηρήσει πολύ περισσότερο την προσωπική-δημιουργική του γραφή.

Χειρότερος Σκορσέζε πάντως σίγουρα δεν είναι το BRINGING OUT THE DEAD-έχεις δει την απαράδεκτη κόπια που λέγεται ΚΟΥΝΤΟΥΝ;;

theachilles είπε...

Τι εννοείς απαράδεκτη κόπια; Το Kundun είναι η άλλη όψη του Last Temptation και συμφωνώ με προαναφερθέν σχόλιο του Ηλία ότι πρόκειται για μια από τις πιο προσωπικές ταινίες του.

Unknown είπε...

Δεν υπάρχει διαμάχη. Πίνουν παρέα τα κρασιά του Κόπολα στο screening room του Σκορσέζε κι επεξεργάζονται τρόπους να μας γαμάνε τις ζωές...

Για τους χαρακτηρισμούς κάνεις ιδιαίτερα στου Μπουκάτσα, να υποθέσω..
Χο!

Καλώς ήλθες στην κουβέντα.

W. είπε...

Προσωπικό το ΚΟΥΝΤΟΥΝ; Έχεις δει τον ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ;

Για την ακρίβεια εγώ του έκανα φροντιστήρια πριν ανοίξει μπλογκ :P

Ευχαριστώ για το καλωσόρισμα!