
Αν εξετάσουμε την χριστιανική θρησκεία με γνήσιους όρους διαλεκτικής, καταλήγουμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρξει Θεός χωρίς τον Διάβολο. Και φυσικά, δεν μπορεί να υπάρξει Χριστός χωρίς τον Αντίχριστο, για να πάρουμε ένα «ζευγάρι» όπου τα γλωσσικά σημεία μοιάζουν αρκούντως εύγλωττα. Κατά συνέπεια, πιστεύω στον έναν σημαίνει ότι πιστεύω και στον άλλον – στη θέση του «πιστεύω» θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοδήποτε άλλο ρήμα, πχ. το «φοβάμαι», για να θυμηθούμε την ηρωίδα της Mia Farrow στο Rosemary’s Baby και τις συνέπειες της αυστηρότατης καθολικής ανατροφής της. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι θεοποίηση και δαιμονοποίηση είναι στην πραγματικότητα δύο έννοιες συγγενικές, συμπέρασμα που δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν καθώς αμφότερες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εφαρμογής και ανάπτυξης στην περιοχή του αγνώστου. Οτιδήποτε μας διαφεύγει, καθετί που δεν μπορούμε να αγγίξουμε, να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε γίνεται για μας ο Θεός ή ο Σατανάς. Και τίποτα δεν υπήρξε πιο απρόσιτο σε ολόκληρη την Ιστορία της ανθρωπότητας από την ίδια τη Φύση.
Σε μια εποχή που επιστήμη και τεχνολογία θριαμβεύουν, όσο αυτές διευκολύνουν τη ζωή μας, άλλο τόσο μας απομακρύνουν από την μ

ητέρα-φύση. Η πραγματικότητα πλέον περπατά στα τυποποιημένα μονοπάτια της αστικής αποξένωσης, μακριά από κάθε έννοια δημιουργικότητας. Ο κήπος της Εδέμ είναι πλέον ο κήπος ενός Άλλου, όχι πάντως του εαυτού μας, ο οποίος στη θεωρία τον αντιμετωπίζει ως μια τοποθεσία ουτοπική και στην πράξη τον αποφεύγει σαν τον…διάολο. Τι θα συμβεί όμως εάν ο σύγχρονος άνθρωπος αποφασίσει, προκειμένου να γιατρέψει τα τραύματά του, να επιστρέψει σε ένα περιβάλλον φυσικό, όμοιο με εκείνο των πρωτόπλαστων; Πιο συγκεκριμένα, ποια θα είναι η έκβαση μίας τέτοιας επιστροφής για ένα ζευγάρι μακρινών απογόνων του Αδάμ και της Εύας;
Ο Lars von Trier δεν μοιάζει καθόλου αισιόδοξος στη δική του απάντηση (η παρεξηγημένη αφιέρωση της ταινίας στον Andrei Tarkovsky ανοίγει έναν ενδιαφέροντα διάλογο με το σινεμά του τελευταίου όπου φύση και άνθρωπος εντάσσονταν σε ένα αρμονικό όλον) .
Ο θάνατος του μικρού παιδιού, σε μια αλησμόνητη εναρκτήρια σεκάνς και διόλου τυχαία καθώς γίνεται μάρτυρας της ερωτικής επαφής των γονιών του (η άγνωστη σε αυτό δημιουργός πράξη), συνιστά απλώς την αφορμή για να εξερευνήσει πάλ

ι ο Δανός σκηνοθέτης την αθεράπευτη εμμονή του με τη Γυναίκα. Η τελευταία έχει γίνει αντικείμενο βασανιστικής εικονογράφησης στο πλαίσιο κάθε γνωστής κοινωνικής δομής (Breaking the Waves, Dancer in the Dark, Dogville). Τώρα, ο Trier απογυμνώνει τον καμβά του από καθετί περιττό (συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των ανθρώπων) και επιστρέφει το μυστήριο της θηλυκής φύσης σπίτι του. Η ηρωίδα της Charlotte Gainsbourg ενσωματώνει τη δημιουργό-Γυναίκα, εκείνο το αίνιγμα που είναι καταδικασμένο να προκαλεί φόβο, θαυμασμό, πόθο, μίσος και λατρεία στα αρσενικά. Με δύο λέξεις: θεοποίηση και δαιμονοποίηση. Τα πρώτα επίπεδα του ξεχωριστού αυτού φιλμ ξεγελούν, αλλά ο ήρωας του Willem Dafoe δεν είναι ο Αντίχριστος του τίτλου. Αντιθέτως, είναι ο άνθρωπος στη σύγχρονη εκδοχή του. Εγκεφαλικός και αλαζόνας, προσπαθεί με την εκλογίκευση να εξηγήσει τα πάντα. Μέχρι που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τη φύση του, τη Δημιουργό του, και τότε θα βρεθεί να παλεύει γυμνός, με μόνο όπλο τα πρωτόγονα ένστικτά του. Ο Αντίχριστος (και ο Χριστός) είναι η γυναίκα της Gainsbourg, η φύση, η δημιουργία. Ο άντρας του Dafoe πρέπει να τη σκοτώσει για να συνεχίσει την ζωή του, θεραπευμένος.
Ο δημιουργός Trier όμως θα διαλέξει την άλλη πλευρά και θα προσφέρει το καλύτερο φιλμ της καριέρας του.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής