Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

THE CURIOUS CASE OF BENJAMIN BUTTON (2008)

Τα πρώτα του κλάματα ήταν οι πονεμένες κραυγές ενός γερασμένου άντρα, τις πρώτες του συγκινήσεις τις έζησε σε γηροκομείο, το πρώτο του φιλί το έδωσε με ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Και το τέλος της ζωής του τον βρήκε σε μια κούνια, με μωρουδιακά κλάματα να προσπαθούν να διώξουν τον πόνο του θανάτου.
Η απίστευτη ιστορία του Benjamin Button ξεκινά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν ένας πατέρας από τους πολλούς που είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο, θέλησε να γυρίσει πίσω το χρόνο. Θέλησε να ελέγξει το πεπρωμένο, να πείσει το χρόνο μήπως γίνει φιλεύσπλαχνος κι αλλάξει όσα είχαν συμβεί. Και δημιούργησε ένα ρολόι του οποίου οι δείκτες γυρνούσαν αντίστροφα.
Έναν αιώνα μετά, η ιστορία τελειώνει με μια γυναίκα που έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να αλλάξει το χρόνο, πως δεν μπορεί να αλλάξει το πεπρωμένο. Μια γερασμένη μητέρα, με την κόρη της στο προσκεφάλι της, προσπαθεί να ανασυνθέσει μέσα από ένα ημερολόγιο το παρελθόν, θέλοντας να προλάβει να διηγηθεί τα γεγονότα της ζωής της που δεν αλλάζουν πια, πριν μια φυσική καταστροφή έρθει με τη μανιασμένη οργή της φύσης και παρασύρει κάθε ανάμνηση.
Ένας άνθρωπος που γερνά ανάποδα. Μια εξωπραγματική ιστορία, που όμως στην καρδιά της είναι βαθύτατα πραγματική. Αληθινή, γιατί καταγράφει το αναπόφευκτο, μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου που φαινόταν πως μπορεί να το δαμάσει. Φευ! Αυτό που του έμαθε η διπλά αντιφατική του μάχη με το χρόνο, είναι πως δεν έχει σημασία ποιό ήταν το παρελθόν σου και πώς διαγράφεται το μέλλον σου, αλλά πώς ζεις το παρόν –αυτό που σου δίνεται και που το συνδιαμορφώνεις. Μοναδικός σε έναν κόσμο που κυλά διαφορετικά από αυτόν, ο Benjamin θα συνειδητοποιήσει ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος λειτουργεί αμφίδρομα –μοιράζει απλόχερα στιγμές και χαράζει πληγές αδιακρίτως, σε όλους όσοι τυχαίνει και βρίσκονται να περπατούν πάνω στη λεπτή γραμμή του.


«Σκέφτομαι πως τίποτα δεν διαρκεί. Και πόσο κρίμα είναι αυτό», θα του πει κάποια στιγμή η φιλάρεσκη και ματαιόδοξη (πώς να μην είναι άλλωστε, νέα κι άφθαρτη στο σώμα) Daisy, και στη φράση της ηχεί μια γλυκόπικρη ειρωνεία, καθώς ασυναίσθητα στα λόγια της αποτυπώνει αυτό που διαρκεί για πάντα: η ζωή του Benjamin είναι διαποτισμένη από έρωτα. Από έρωτα γι’ αυτήν. Για τις στιγμές τους. Δεν έχει σημασία που ο ένας κοιτά τη ζωή από την εκκίνηση και ο άλλος από τον τερματισμό. Δεν είναι ο χρόνος που θα τους καθορίσει, αλλά η φθαρτότητα. Η ζωή του Benjamin είναι μια συνεχής πάλη ανάμεσα σ’ αυτά που η ψυχή έχει ζήσει και σ’ αυτά που το σώμα μπορεί να δεχτεί. Κι αυτή είναι μια μάχη άνιση, ιδιαίτερα όταν την πολεμάς μόνος. Έτσι, πληρώνοντας το τίμημα της νεότητας, θα ακολουθήσει τη μοίρα του, μόνος. Θα ακολουθήσει την αναπόφευκτη μοναχική διαδρομή του, όπως ακριβώς θα κάνουν στην τελευταία συγκινητική φελινική παρέλαση-αποχαιρετισμό κι όλοι οι χαρακτήρες που τον άγγιξαν με κάποιο τρόπο στη διάρκεια της ζωής του.


Γιατί παρ’ όλη τη μεγαλεπήβολη και επική ιστορία που χαράζεται με αδρές γραμμές, στην πραγματικότητα η ζωή του Benjamin Button είναι ένα άθροισμα από μικρές, εύθραυστες ιστορίες. Από ανθρώπους και στιγμές. Όπως άλλωστε είναι οι ζωές όλων μας. Μόνο που ο Benjamin γεννήθηκε υπό ασυνήθιστες συνθήκες. Και ο μαγικός ρεαλισμός του Fincher τις έκανε πραγματικότητα.

Μαριάνα Ράντου

10 σχόλια:

night blue είπε...

Γράφεις ωραία.

Ανώνυμος είπε...

Ηλία
Μπήκα να διαβάσω τον Μπάτον σου υπερεκνευρισμένος. Ήμουν έτοιμος να στα χώσω έτσι όπως δεν τα χω χώσει.
Και εξηγούμαι: πριν διαβάσω τον Μπάτονε διάβασα τη κριτική σου στο ΒΧΜπαρτσα του ξεπερασμένου/μπαγιάτικου Άλλεν.

Τι κείμενο ήταν αυτό ρε Ηλια?
Εσυ τετοιο πραγμα?
Τι εκανες την ωρα της ταινιας?
Την ίδια ταινία είδαμε ή εγώ κάτι άλλο?
Τι πράγματα είναι αυτά?
Όσο με κέρδισες με τους Βιτελόνι άλλο τόσο τα 'χασα με τον Γουντι Αλλεν σου.
Άλλα το αφήνω εδώ γιατί ο χώρος ανήκει στον Πήτ και τη παρέα του.
Έξυπνος είσαι, καταλαβαίνεις.

Τώρα ως προς το πόνημα του Φίντσερ.
Προφανώς και δεν αποτελεί διαμάντι της 7ης Τέχνης αλλά σε σύγκριση με κάτι Μπαρτσελόνες (κι άλλα εκτρώματα φτιαγμένα στο πόδι) είναι masterpiece.

Είναι ένας φρέσκος κιν/φος που μπαίνει στη 2η δεκαετία της χιλιετίας. Όσο παλιά είναι η ιστοριουλα άλλο τόσο κιν/φικη φρεσκαδουρα που σπαρταράει ειναι το καλλιτέχνημα του Φιντσερ.

Ένας κιν/φος που δεν κάνει αρπακτες με τουριστικούς οδηγούς Ισπανίας και αρπακολατζιδικη steady-cam (σαν κατι δικους μας Μυριανθόπουλους και Περάκιδες) αφού δεν βαριέται να στήσει 3ποδο ή 4ποδο για να καδραρει έστω και Χολιγουντιανά.

Όμως!
Οι εποχές και οι τέχνες τους ζητάνε κάτι περισσότερο (που η μπαγιάτικη και ψευτο-κομπογιαννίτικη ψυχανάλυση του Γούντι ούτε που το σκέφτεται)αλλά δυστυχώς ο Φιντσερ δεν το δίνει.
Η κοινωνία απο-ζητά στο πανί το καθημερινό, το μικρο (όπως Ηλία σωστά το πιάνεις) αλλά όμως σημαντικό που απλώς η ταινία το περιγράφει.
Το ακουμπά αλλά δεν το σπάει (ουτε καν το αγγίζει).
Ο Φιντσερ δεν καταφέρνει τη διάσπαση.

Ταινία που μοστράρεται ως βόμβα μεγατόνων, αποδεικνύεται ΤΡΑΚΑΤΡΟΥΚΑ.

Unknown είπε...

Δεν είναι Μπάτον μου.

Ως προς τα ερωτήματα:
- Καλό.
- Και όμως!...
- Χαιρόμουν σα μικρό παιδί.
- Την ίδια είδαμε. Αλλά δεν είμαστε το ίδιο.
- Πραγματικά δεν ξέρω.

Όσο λυπάμαι που δεν μοιράζεσαι την χαρά μου για την μεγάλη επιστροφή στη φόρμα του Allen, άλλο τόσο χαίρομαι που μια ταινία και, κυρίως, μία κριτική της, γεννάει σε κάποιον καθαρή τσαντίλα.
(Για να αποφύγεις και καμμιά... εμβολή - ή και να γλυτώσεις χρόνο διαβάζοντάς με - να σου πω ότι στην περσινή μου δεκάδα είχα φάτσα κάρτα το τέταρτο Rambo.)

Για συνέχεια στις Μπαρτσελόνες, παρακαλώ στο αντίστοιχο κείμενο.

Ανώνυμος είπε...

Να με συγχωρείς πολύ (μα πάνω απ όλα η κοπέλα, η Μαριανα) γιατί απ το εγκεφαλικό δεν προκαμα δω ότι ο Μπατον δεν ήταν δικός σου.

Ποιο το τελευταίο σε σκηνοθεσία του ίδιου του Σιλβέστερ?
Και ποιος σου είπε ότι δεν συμφωνώ?
Σκηνοθετικά αρτιότατο.
Εκεί ο Ιταλός αποδείχτηκε καλύτερος του συχωρεμένου δασκάλου του, Κοσμάτου (Με τη καλτ "Κόμπρα" Θυμάσαι?).
Τα υπόλοιπα από email.

Δεν ξέρω Ηλία αν συμφωνείς άλλα όλοι περιμένουν απ έναν δημιουργό (σαν τον Φιντσερ) "sony και καλά" να απαντήσει ή να πάρει θέση για το μετά...
Όταν ΑΠΡΙΟΡΙ η ιστορία δια-πραγματεύεται κινείται (σ)το ρεαλιστικά μάταιο και σκληρό εδώ και τώρα.

Άρα ο λόγος που δεν βρίσκω αριστουργηματική την ταινία δεν είναι αυτός (όπως κάποιοι άλλοι) αλλά ο τρόπος που αφηγείται το παραμύθι του Φιτζεραλντ.
Πάλι η ίδια κουβέντα που είχαμε.

Για να το κάνει αυτό χρειαζεται χρόνο, σκέψη, βάθος και ανάλυση.
Τα υπόλοιπα έρχονται.
Μέγας δάσκαλος του κεντήματος ο Κιούμπρικ!

Για αυτό και οι μεγάλοι ποτέ δεν ξεπέρασαν τις 10-15 ταινίες στα 30-40 χρόνια καριέρας.
Έτσι?

Τα λέμε

Ανώνυμος είπε...

Βέβαια το ρεκόρ ταχύτητας το χει σπάσει ο πλέον αγαπημένος μου δημιουργός (μετά τον Τεό), όχι και τόσο γνωστός στην Ελλάδα, ο Victor Erice.
Μονο με 3 ταινίες σε 35 χρόνια
Πιο αργός κι απ το μέλι
3 ταινίες βέβαια σκέτα ποιήματα
Ελπίζω να γίνει κάποτε και σ αυτόν ένα αφιέρωμα εδώ.

Τα λέμε

Ανώνυμος είπε...

Πολύ όμορφο κείμενο.
Από την ταινία πάλι ήθελα κάτι παραπάνω ή κάτι διαφορετικό αλλά δεν παύει να είναι σπουδαία ταινία.
Και για να υπερασπιστώ τον Φίντσερ, στο Βάκχο, τουλάχιστον ως προς το ποσοτικό: 7 ταινίες από το 1992 δεν νομίζω ότι είναι πολλές

Unknown είπε...

Σου άρεσε ο John;;;
Είσαι αδελφός.


Για να πω τίποτα αξιοπρεπές για μια ταινία πρέπει να την έχω κουβεντιάσει σοβαρά ή να έχω γράψει. Το πρώτο δεν παίζει στο καιρό των τσιγγάνων, το δεύτερο δεν έχει συμβεί - αλλά κάτι κλωθογυρίζει στο κεφάλι μου καιρό τώρα. Έτσι, δεν ξέρω τι να σου πω για τον Button. Μου άρεσε αρκετά, αλλά περισσότερο μ' ενδιαφέρει η εξέλιξη του Fincher σκηνοθετικά.

Στα της συχνότητας δεν έχω καμμία φλόγωση. Αν είσαι Kubrick κάνε μία όλη κι όλη. Αν είσαι Woody κάνε δύο το χρόνο. Αν είσαι Tarantino (πλην Jackie Brown) δεν θα μου λείψεις ποτέ.

Περιμένω το mail.

ΠΑΝΟΣ είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ανώνυμος είπε...

Ηλία αν μπορείς δώσε μια διευκρίνηση σ αυτό που είπες "αν είσαι Kubrick κάνε μία όλη κι όλη".

Υ.Γ.: O Button εξαιρετικός. Όχι η καλύτερη του Fincher ( που παραμένει ένας, το λιγότερο, σπουδαίος σκηνοθέτης) αλλά σίγουρα πανέμορφη ταινία.

Unknown είπε...

Ανώνυμε (γιατί;) έχεις απόλυτο δίκιο.
Η φράση μου ήτανε λίγο "προφορική" και διαβάζεται και εντελώς ανάποδα από όπως την εννοούσα. Γενικά ήταν μια αποτυχημένη φράση τώρα που την κοιτάω..

Περιφραστικά (και σωστότερα) λοιπόν, είπα πως "αν είσαι τόσο άρτιος όσο ο Kubrick και μια ταινία να κάνεις, είσαι όσο περιεκτικός χρειάζεται".