Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2008)

Η κατάσταση της έμμισθης κριτικής κινηματογράφου στην Ελλάδα (λογαριάζοντας τις ελάχιστες εξαιρέσεις, βεβαίως) είναι δραματική. Και λέω έμμισθης, γιατί η μεριά της άμισθης – όπως φαίνεται στο ανελέητο κινηματογραφικό διαδίκτυο – δεν έχει τεκμηριωθεί ακόμη. Κι ας διαφαίνεται πως η αποψιολογία και η γνωμολαγνεία που ως κωλοτρυπίδια περιφέρονται προς άγραν πέους (δηλαδή: αναγνωσιμότητας) χαράζουν αγράμματο δρόμο.
Εκείνα που θα ακούσετε στα πιο στεγνά πηγαδάκια του κόσμου (αυτά των «κριτικών κινηματογράφου») δεν τα βάζει ο νους. Αν βέβαια περιμένεις μια κάστα τυρβαζόντων περί τέχνης, όπως θα ‘πρεπε, διανοούμενων, στοχαστικών και, πιο ανθρώπινα, ήρεμων, μετρημένων, εργατικών…
Χρόνια τώρα, ιδίως όσο η νέα γενιά αναλαμβάνει το άρμα (και όσο το διαδίκτυο αρχινάει να κουνάει τον βούρδουλα στην κατεστημένη κριτική) η κριτική κινηματογράφου μοιάζει να γίνεται εργαλείο εξομολογουμένων αργόσχολων, ημιμαθών (ή και ολότελα αμαθών) εξυπνάκηδων και, η χειρότερη αγέλη, ατόμων με πολύ ειδικές ανάγκες, ατελέσφορων συμπλεγμάτων και διαπροσωπικής δυσλειτουργίας. Μ’ αυτό δεν επιθυμώ ν’ αντιπαρατάξω μια ασπροδόντικη πανευδαιμονία αντάμα με πιστοποιητικά πνευματικής «υγείας». Τουναντίον. Ένας κριτικός τέχνης οφείλει μια «προβληματικότητα», μια προσωπική διαφορά δηλαδή, που μπορεί να του πληρώσει το διόδιο ενός έργου τέχνης. Όχι όμως έναν αυτισμό και μιαν συνεπακόλουθη ανευθυνότητα έναντι της λειτουργίας του. Η οποία, όσο και αν βολεύει τους σαχλεπίσαχλους να την λοιδωρούν, είναι ο προσωπικός, στοχαστικός μεταγλωττισμός μιας αισθητικής πρότασης (αυτής του δημιουργού – έστω κι αν ο τελευταίος δεν είναι καν πλήρης ενσυνείδητος πομπός της) σε μια διάλεκτο που θα ακουμπήσει τους αναγνώστες του. Ποια διάλεκτος θα είναι αυτή είναι θέμα άλλου κειμένου. Που δεν θα αποφύγω. Σκοπός μου είναι άλλος τώρα.


Πως διάολο αναλαμβάνεις την κριτική της τέχνης όντας αδαής, μειωμένης ευαισθησίας, περιορισμένων ερεθισμών και ελαφρός στοιχειώδους σοβαρότητας; Κι ως προς την άγνοια καλά: Κανείς δεν γεννιέται επαΐων – ούτε και γίνεται ποτέ. Στα 16 σου ξεκινάς, στα 25 σου είσαι ξερόλας, στα 40 σου αποκτάς τα κολλήματά σου. Κάθε ηλικία κουβαλάει τα δικά της, η γνώση δεν παύει ποτέ την τρεχάλα της. Το πόσο την καταδέχεσαι είναι άλλη ιστορία.
Αν όμως η άγνοια συγχωρείται (…), ορισμένα παρεπόμενα της ημιμάθειας είναι βλάβες μεγάλες. Όπως η ασυναισθησία που επιφέρει. Η επιπολαιότητα που την συνοδεύει. Ο εξυπνακισμός που την επισφραγίζει. Τι κριτική τέχνης φιλοδοξείς, όταν εκείνο που δεν αντιλαμβάνεσαι, το μετονομάζεις σε φλυαρολογίες υποκούλτουρης ασυναρτολογίας που πληρώνεται για «κριτική»; Και πόσο κωμικός είσαι όταν αποποιείσαι την ιδιότητα που σε τρέφει (και σου ικανοποιεί και το σύμπλεγμά σου να «ανήκεις») προφασιζόμενος την χρεωκοπία της παλαιοκριτκής και του ξύλινου λόγου της;
Δεν είμ’ εδώ να υπερασπισθώ τον ξύλινο λόγο ή την παλαιοκριτική. Μάρτυρες οι αναγνώστες που με γνωρίζουν, δεν είμαι λάτρης κανενός από τους «αρχετυπικούς» έλληνες κριτικούς. Κάμποσοι όμως από δαύτους ήτανε κριτικοί – κι απόδειξη είναι πως οι σημερινοί τους αναφέρουν ως μέντορες κι όσοι τους αποκηρύσσουν, πάλι τους χρησιμοποιούν για σημαδούρα που απέφυγαν. Ο κριτικός λόγος μπορεί και έχει πάμπολλες όψεις (όσες κι οι γραφιάδες του), αρκεί να παραμένει κριτικός. Όχι το συνονθύλευμα διαταραγμένων ανεπιβεβαίωτων που ξεπουλάνε μια γραφίδα – ένα πληκτρολόγιο άντε..

Τα παραπάνω-κι όμως…- έχουν μια κρίσιμη σχέση με την Σκόνη του Χρόνου. Όπως και συνολικά με το σινεμά του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ενός πολύπαθου, καρατομημένου κριτικά, σινεμά, που, δυστυχώς, γεννιέται σε μια χώρα (και μια γενιά) που δεν το’ χει ούτε μια ανάγκη. (Ίσως και για τούτο η Ελλάδα είναι πια μοναχά ένα μικρό κλάσμα των τοποθεσιών που έφεραν στον κόσμο την Σκόνη.) Πως αλλιώς να εξηγήσεις πως οι «ειδικοί» ακόμη απορούν με τον αργό ρυθμό (τούτη είναι πάντως…δαιμονισμένη μπροστά στις προκατόχους της), την θεματολογία ή, ακόμα ακόμα, και με τον τρόπο εκφοράς των λόγων από τους ηθοποιούς; (Αναρωτιέμαι: Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μιλούν όπως οι ήρωες του Ταραντίνο, του Άλεν ή του Κιούμπρικ, πολλοί όπως ο Γκράουτσο Μάρξ ή o Τζέρι Λιούις…;)

Να πω και το άλλο: Η Σκόνη του Χρόνου δεν μου άρεσε – για κείνα που εξέλαβα ως αδυναμίες της. Για την ελαττωματικότητα του Αγγελόπουλου-σεναριογράφου να αφαιρέσει, να ξεπεράσει τον ποιητικό του στόμφο. Για την αδυναμία του να εξατομικεύσει τα Ανθρώπινα – που εδώ είναι ολοφάνερος στόχος του.
Οι άνθρωποι στο σινεμά του Αγγελόπουλου είναι τα πιόνια ενός κινηματογραφικού Κασπάροβ που εκπληρώνουν ένα στρατηγικό κι ένα τακτικό σχέδιο σκακιού. Μια παρτίδας με διακύβευμα την Ιστορία (που δεν απουσιάζει ποτέ), αλλά, περισσότερο, την μνήμη της Ιστορίας. Μιας μνήμης που αναπότρεπτα μετατρέπει την Ιστορία σε προσωπικό φαινόμενο – όπως πραγματικά είναι, άλλωστε. Μόνο που εδώ η Ιστορία είναι ένα τεράστιο ανοιχτό τραύμα. Ένα τραύμα Αριστεράς, ένα τραύμα ανεπίδοτου μηνύματος, ανεκπλήρωτου ονείρου. Ένα αίμα. Άλλοτε κατακόκκινο, σήμερα πια, σχεδόν νερό. Σαν εκείνο που τρέχει από το χέρι που πεθαίνει – μια απ’ τις σκηνές που άξιζε να περιμένεις χρόνια από έναν κινηματογραφικό ποιητή.
Αυτό ήταν ο Αγγελόπουλος, πάντα. Ένας καλός ή κακός, ένας βαρύγδουπος ή λεπτός, ποιητής. Πως να τον σηκώσει μια άλλοτε ποιητική Ελλάδα, που σήμερα σπεύδει πανταχόθεν; Πως να συμμερισθούν τις εμμονές του, άνθρωποι δίχως εμμονές;

Όταν ο Αγγελόπουλος «περιορίζεται» στην σκηνοθεσία, μπορεί να συναρμολογήσει σκηνές αξέχαστου σινεμά: Μονοπλάνα που διατρέχουν ένα τέταρτο του αιώνα, όνειρα θανάτου, παγωμένους έρωτες κάτω από θνήσκοντα αγάλματα. Κάποτε υποπίπτει σε συμβολικούς γδούπους – η σκηνή των σπασμένων τηλεοράσεων – που προδίδουν ίσως και μια, σπανιότατη, σαρδόνια διασκέδαση. Άλλοτε εγκαταλείπεται σε διαλογικούς ακροβατισμούς που προδίδουν πλήρως τον επικής αισθητικής ανθρωπισμό του για χάρη μιας λυρικής ανθρωπιάς. Δεν διακρίθηκε ποτέ σε δαύτη ο σκηνοθέτης – μόνο στο Ταξίδι στα Κύθηρα, σωσμένος από το πρωταγωνιστικό του δίδυμο.

Είπα πως δεν μου άρεσε η Σκόνη. Να αναφέρω όμως και το «αλλά». Που, υπολογίζω, με φορεμένη την σκόνη του χρόνου θα είναι κείνο που θα μετρά. Το «αλλά» που κάνει την Σκόνη μια ταινία που δύσκολα θα ξαναδώ, αναγκαία όμως θα θυμάμαι. Ένα «αλλά» που χωράει την ανεκτίμητη τάση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, να επενδύει εκείνο που πέρασε – εκείνο που δεν θα ξαναρθεί αλλά και ποτέ δεν μας αφήνει – κάνοντας πια ένα σινεμά αποχαιρετισμών, σχεδόν μακάβριο. Ένα σινεμά που χρωστάει την ύπαρξή του στην ουράνια μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, που ανασύρει μέσα από μικρούς λυρισμούς βαρέων οπτικών συμβολισμών και αδέξιων φραστικών ποιήσεων, την οδυνηρή νοσταλγία της αναπόλησης αυτού που δεν μπορέσαμε.
Αλλά με όλη μας την καρδιά ονειρευτήκαμε.

11 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ηλία μου,

εδώ είμαι.

Η σιωπή μου οφείλεται σε δύο λόγους:

στο πρώτο σκέλος, συγκατανεύω. Με όσες γνώσεις διαθέτω, με εντονότερη την ταυτότητα του αναγνώστη παρά του κριτικού και με την άγνοια και ξερολίαση των 25 μου χρόνων.

Στο β' σκέλος αδυνατώ να μιλήσω αφού ακόμη δεν την είδα την ταινία.

Η σιωπή πολλών άλλων, δεν ξέρω πού οφείλεται...

kioy είπε...

Καλησπέρα Ηλία!
Σχολείο, το σχόλιο σου πάνω στην οικτρή κατάσταση της κριτικής! Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμα -όχι ως ελαφρυντικό προς τους κριτικούς. Η κατάσταση με την έμμισθη κριτική, κατά τη γνώμη μου δε βαραίνει μονομερώς τους γραφιάδες της. Συγκεκρυμένα οι αρχισυντάκτες-διευθυντές (σχεδόν) οποιουδήποτε Τύπου, μισθώνουν έναν "κριτικό" με σκοπό όχι να τον εξασφαλίζουν από τα παράπλευρα άγχη της ζωής. Τουναντίον. Τον μισθώμουν, για να του βάλουν την πέννα στα χέρια, να ρυθμίσουν επακριβώς τις συντεταγμένες στα δάχτυλα του, και να αγοράσουν επί της ουσίας εκτός των κειμένων και τις σκέψεις! Ένα υπαλληλίκι με τα όλα του. Και κυρίως με τα πρόσθετα άγχη του. Που τελικά αφαιρεί οποιαδήποτε δίαθεση στοχασμού και οποιαδήποτε ευαισθησία πάνω στο έργο Τέχνης. Μακρυά απ' το επιθυμητό, όπυ ο κριτικός λόγος θα έπρεπε να έχει καλλιτεχνικές(ως προς τις ανησυχίες του γραφιά) καταβολές. Νομίζω πως σε αυτά τα πλαίσια ο κριτικός και η κριτική(βάση όσων υπέροχα αναλύεις στο κείμενο) συνδιαμορφώνονται. Μετρώντας εν τέλη τις ταινίες, με κάποιο όργανο που δε διαφέρει και πολύ απ' τη ζυγαριά του μπακάλη. Ή μάλλον διαφέρει. Ως προς την τιμιότητα...

Για την ταινία τώρα, δεν έχω κάπου να διαφωνήσω σε όσα λες. Ο Αγγελόπουλος είναι ποιητής αδιαίρετα(λόγος + εικόνα). Ωστόσο, την είδα και δεύτερη φορά τελικά! Και μπορώ να ομολογήσω πως βρήκα τον εαυτό μου εντυπωσιασμένο σε αρκετά σημεία! Εν, τέλη μου άρεσε!

Ανώνυμος είπε...

ΕΙΣΑΙ ΤΕΡΑΣ
ΕΙΣΑΙ ΔΑΙΜΟΝΙΟΣ
ΕΙΣΑΙ ΣΚΕΤΟΣ ΚΟΚΚΑΛΗΣ
ΑΡΑ ΕΠΙΚΊΝΔΥΝΟΣ!!!!

'ΜΕΤΑΚΡΙΤΙΚΗ' ΡΕ ΘΗΡΙΟ;

(ΕΓΡΑΨΕΣ ΟΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΚΕΠΤΟΜΟΥΝ)

ΥΓ Σπάνια γράφω με μεγάλα γράμματα!

Ανώνυμος είπε...

Ως προς τη ταινία τώρα που είδα και γω στα ξένα (κι ο νοών, το πιάνει!).

Συμφωνώ ΗΛΙΑ σε ΟΛΑ, ΜΑ ΣΕ ΟΛΑ μαζί σου.

ΤΩΡΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑΝ ΟΤΙ Ο ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΝΕΙ ΑΡΓΟ ΚΙΝ/ΦΟ?

ΔΗΛΑΔΗ Ο ΤΣΕΙΛΑΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΠΟΥ ΤΟΥΡΚΟΠΟΙΗΣΕ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ ΚΑΙ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ ΣΕ ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΔΩΡΟ-ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ?

ΡΕ ΗΜΑΡΤΟΝ!

Ηρεμώ και επιστρέφω.
Δεν μου άρεσε η σκόνη, όχι.
Θα μπορούσα να αναλύω για ώρες δεν είναι όμως εδώ, ούτε ο χώρος μου αλλά ούτε και είμαι "ο ειδικός"!

Πιστεύω μετά από 3 μέρες ότι ο Θοδωρής δεν έπρεπε να κάνει αυτή τη ταινία έτσι όπως τελικά την έκανε.

1)Ήθελε περισσότερη δουλειά, επιμονή και προσοχή/μεθοδικότητα (σεναριακά, δραματουργικά και γενικώς γλωσσο-κιν/φικά). Βιάστηκε και δεν ξέρω το γιατί.

2)Τον πρόδωσε οικτρά η τριάδα Ζακομπ/Νταφοε/Πικολι. Δεν κατάλαβαν, δεν ήθελαν, δεν ήξεραν, δεν μπόρεσαν να παίξουν?
Δεν γνωρίζω, απλά υποθέσεις μπορώ να κάνω.
Το μακιγιάζ (ειρωνική η αναφορά μου) της Ελένης μόνο ως παρωδία θα μπορούσε να σταθεί και η υποκριτική της ανυπαρξία (Η Χρονοπούλου στα Κύθηρα και η Μουρούζη στον ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟ είναι για Όσκαρ μπροστά της) καθηλώνει κάθε σκηνοθετική πρόθεση και πρόταση του Αγγελόπουλου.

3) Και τωρα στο ζουμι:
α) Απ' το αντικειμενικο στο υποκεινενικο (πλάνο).
β) Απ το επικό των αλληγορικών συμβόλων στο προσωπο-μελοδραματικό της καθημερινότητας.
γ) Απ το τρίποδο (και ράγες τραβελιγκ) στη "steady cam".
δ) Απ τη χιονισμένη Φλώρινα και τα Βαλκάνια στο Blue Screen του τέλους της σκόνης.

Τι έγινε? Μπήκε η τεχνολογία στη ζωή μας?

Την απάντηση πρέπει να τη δώσει ο ίδιος ο Αγγελόπουλος.

Είναι ώρα να σκεφτεί ιστορικά κι ο ίδιος για τον εαυτό του.

Πάντως αλλαγές στη κιν/φικη σου γλώσσα λίγο πριν τη σύνταξη, τις κάνεις?

Ε! ΟΧΙ! Δεν τις κάνεις.
Όσο κι αν πιέζεσαι!!!

Αν ο Αγγελοπουλος πρεπει να αρχισει απο καπου αυτο πρεπει να γινει με ενα τηλεφωνημα στο Παρισι.
Δηλαδή στον Αρβανίτη (μήπως κάτι ήξερε πριν από 10 χρόνια;).

Αν η ιδέα του ΘΟΔΩΡΑ (όπως έχει δηλώσει) να γυρίσει το τελευταίο μέρος της τριλογίας σε ασπρόμαυρο με ερασιτέχνες ηθοποιούς παραμείνει, τότε αυτό το τηλεφώνημα αποκτά κάπως ιδιαίτερη και ίσως κομβική σημασία!

ΕΤΣΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ ΟΜΟΡΦΑ Η
ΑΝΑ-ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ!!!!!!!!!

Ανώνυμος είπε...

Kioy μου,

μην το λες... Δεν έχεις ακούσει για την κλοπή στο ζύγι; ;)

Unknown είπε...

Αλοίμονο Kioy μου, αν οι ανησυχίες, ο στοχασμός και η ευαισθησία εξαρτώνταν ή επαφίονταν στην διεύθυνση σύνταξης.
Προτού ο πομπός μαζέψει όλη την ευθύνη για το συνολικό τζάμπα μας, οι δέκτες ΒΑΡΕΘΗΚΑΝ να αντισταθούν στον γαμημένο μέσο όρο.
Λυπάμαι, δεν είμαι παιδί ακαδημαϊκών, ούτε από τζάκι. Δεν θα συναινέσω στην καφρίλα.

Χαίρομαι για σένα πάρα πολύ, που προσπαθείς κι επιτυγχάνεις να απεγκλωβίζεις την ψυχή σου. Ελάχιστοι, δυστυχώς, δίπλα σου.

Βάκχε, η μετακριτική...έλαχε.
Υπάρχει ειλικρινής - κι εντελώς παλιομοδίτικη - έγνοια γι' αυτό που λέμε "κριτική σκέψη" σε μια εποχή τίγκα στην βολική προκατάληψη. Και ειδικά σ' έναν χώρο που φθίνει με ραγδαίο ρυθμό τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Για πολλούς -και συγκεκριμένους- λόγους η κριτική υπευθυνότητα κονόμησε τις ταμπέλες της ψευτοκουλτούρας, του διανοουμενισμού, της μιζέριας και της διαρκολύπης.
Δεν είν' έτσι.

Ανώνυμος είπε...

Ηλία
Είναι και παρά είναι έτσι.
Και λίγα είπες.

Εγώ Ηλία διάβασα και κριτικές (ως προς τον Αγγελόπουλο εννοώ) ξένων [Δόξα τω θεό μιλάω όλες τις λατινογενείς γλώσσες] και δεν είδα αυτό το ντόπιο καφριλικι πουθενά, ΜΑ ΠΟΥΘΕΝΑ.

Όλοι οι ξένοι βρήκαν προβλήματα αλλά ακούμπησαν τον Τεό με τον δέοντα σεβασμό και αγάπη.

Το θέμα Αγγελόπουλος φίλε Ηλία δεν είναι απλό.
Είναι ΣΟΒΑΡΟΤΑΤΟ και ειδικά για το μέλλον του κιν/φου μας.

Τι θελω να πω.
Θα χρησιμοποιήσω την εξής κλισεδούρα: ΣΧΟΛΗ.
Όλες οι χώρες έχουν μια κιν/φικη κουλτούρα, μια σχολή (σκέψη) μέσα απ (σ)την οποία διαμορφώθηκαν και εμπνεύστηκαν οι πολίτες/δημιουργοί της - και κάποιοι εξ αυτών είτε την ακολούθησαν είτε την έθεσαν σοβαρά υπό αμφισβήτηση.

Εμείς τι έχουμε?
Ποια είναι η δική μας σχολή?
Σίγουρα όχι αυτή του Σταυράκου και του παν/μιου Θεσσαλονίκης.

Αρα τιθεται σοβαρα το θεμα της επομενης γενιας.

Το ξερεις Ηλία οτι ο Αρβανίτης διδασκει στη Φαμίς στο Παρίσι?
Βέβαια ο Αγγελόπουλος κι ο Γαβράς πουθενά στην Ελλάδα.

Όλοι μιλάνε για το Χόλιγουντ, τη Τσέχικη, Γερμανική (νεο Γερμανική), την Σκανδιναβική (Δόγματα) τη Γαλλική και σαφώς την Ιταλική ή τη Ρώσικη σχολή.

Εμείς τι έχουμε?
Λίγο απ όλα. Ο καθένας ότι γουστάρει κάνει.
Ηλία, ο μέσος Έλληνας δημιουργός δεν μπορεί να γράψει ούτε ένα απλό κλισεδιαρικο σενάριο/στόρι (έστω μια ηθογραφία) όπως έκαναν παλιότερα με απαράμιλλη επιτυχία ο Τσιφόρος κι ο Σακελλάριος.

Πόσο μάλλον να γράψουν κάτι πιο πρωτότυπο ή ουσιώδες ώστε να διεκδικήσουν έστω και μια θέση σε κάποιο διαγωνιστικό τμήμα.

Βεβαία για τη κινηματογραφική γλώσσα δεν κάνω λόγο.
Ως επί των πλείστων, καμιά έμπνευση και καμιά τεχνική.
Εδώ έχουμε το απόλυτο μηδέν.
Και συνάμα το απόλυτο πρόβλημα.

Για να κλείνω μ ένα ρεζουμέ.
Λίγο προσοχή απ όλους που ασχολούνται με το σινεμά δεν βλάπτει.
Μεγαλύτερη ψυχραιμία και εις βάθος ανάλυση.
Το σινεμά βέβαια δεν είναι ζήτημα των μεγάλων πανεπιστημίων και Ακαδημιών. Όμως σίγουρα χρειαζεται μια πιο οργανωμένη και σοβαρή αντιμετώπιση.

Για παράδειγμα ο Αρονοφσκυ (που με μια κάμερα στο χέρι κι ένα καλό σενάριο πάει για Όσκαρ) και οι Κοέν δεν είναι απόφοιτοι κάποιας μεγάλης κιν/φικης ακαδημίας.
Είναι μορφωμένα παιδιά (απ τα καλύτερα παν/μια), με ευρεία κουλτούρα/παιδεία, με ιδέες και κέφι για σινεμά.

Άλλωστε κι ο Αρβανίτης κι ο Τσιφόρος δεν ήταν κι αυτοί αυτοδίδακτοι δημιουργοί?

Unknown είπε...

Και κάπου εδώ με πιάνει η στενοχώρια για την περίφημη "αυλή" των blogs - που "διάφοροι" δικαιοάδικα στηλιτεύουν. Γιατί κάπου εδώ είναι κρίμα που μόνο εμείς που-τόσο ευτυχώς- "συναντηθήκαμε" συνομιλούμε και δεν υπάρχει κι ένας κάποιος αντίλογος.

Ωστόσο, είναι καλό που βρεθήκαμε φίλε.

Μαρω_Κ είπε...

Καλησπέρα.

Η κρίση μας για οτιδήποτε συμβαίνει στην παρεπιδημούντα Ιερουσαλήμ, σαφέστατα εμπεριέχει υποκείμενο και αντικείμενο προς κρίση.

Τίποτα δεν είναι πράγματι αληθινό και άρα άξιον λόγου (ούτε ο κριτής ούτε το κρινόμενο) εάν δεν εμπεριέχει μέσα του σπαράγματα.

Μπορεί ο Τεό να με βρίσκει αντίθετη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι αληθινός και άρα κατασπαραγμένος από τις ερινύες του σε αυτό που κάνει.

Οσο για την "σκόνη", όταν θα αποφασίσω να την δω ....

ds είπε...

Πρέπει να ομολογήσω ότι και το Λιβάδι που Δακρύζει και το Αιωνιότητα και μια Μέρα με απογοήτευσαν. Ωστόσο θεωρώ το Βλέμμα του Οδυσσέα από τις σημαντικότερες ταινίες των τελευταίων χρόνων -- ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα που αποθεώθηκε από την ξένη κριτική και "θάφτηκε" από την ελληνική (μάλλον επειδή θεώρησαν το Underground του Κουστουρίτσα ως δίκαιο νικητή στις Κάννες -- αυτή η ταινία του παραμένει ένα κακόγουστο αστείο για μένα).

Ανυπομονώ να δω την Σκόνη του Χρόνου, αν και από τις λίγες ξένες κριτικές που διάβασα δυστυχώς πρέπει να κουβαλάει τα αρνητικά της τελευταίας ταινίας του Αγγελόπουλου: άσκοπες σκηνές εντυπωσιασμού, πολύ κακές ερμηνείες, χαοτικό σενάριο...

Ελπίζω να έχω άδικο όμως. Πάντως από τον Θίασο και το Βλέμμα του Οδυσσέα, ο Αγγελόπουλος ανήκει στους κορυφαίους σκηνοθέτες σε παγκόσμιο επίπεδο.

theachilles είπε...

Το Λιβάδι είναι αριστούργημα. Χρειάστηκα τρεις προβολές για να καταλάβω το μεγαλείο του. Γι αυτό δεν μιλάω ακόμα για τη σκόνη του χρόνου, θέλω να την ξαναδώ. Σίγουρα περίμενα κάτι καλύτερο, αλλά όταν τα δάκρυα κυλούν κάθε φορά που μου ακουμπάς το χέρι, τότε τι να πω... Ο Αγγελόπουλος είναι master.