
Είναι σαν να ζεις δυο ζωές. Παράλληλα. Σε τούτη εδώ, είσαι. Και τα πράγματα και οι άνθρωποι, είναι. Σε εκείνη την άλλη, θέλεις. Και τα πράγματα και οι άνθρωποι, υποτάσσονται. Αμέτρητες στιγμές στη δεύτερη ζωή μου πήρα εκδίκηση. Για απλά πράγματα, μην με ρωτήσεις. Γιατί κάποτε κάποιος με έσπρωξε και δεν χώρεσα στο λεωφορείο. Γιατί κάποτε ένας πήγε να με σκοτώσει στον δρόμο. Γιατί κάποιος κάποτε πίκρανε κάποιον που αγαπώ. Γιατί κάποιος κάποτε έκλεψε στη σειρά στη τράπεζα. Σε κείνη την άλλη τη ζωή καθένας κέρδιζε το ολόδικό του, ειδικά καταστρωμένο, μαρτύριο -ανάλογα με το σφάλμα που είχε διαπράξει. Καμμία καθωσπρέπει ανατροφή, καμμία χριστιανική ηθική, καμμιά φοβέρα νόμου δεν υπάρχει εκεί. Let's face it, αν δεν φοβόσουν την τιμωρία (σε όποια από τις χίλιες αιώνιες ζωές σου έχουν τάξει, ή ακόμη και σε τούτη εδώ την αντίστροφη μέτρηση) δεν θα έπαιρνες το αίμα σου πίσω; Εγώ ναι. Ζωώδες, απάνθρωπο, παλαιολιθικό, απολίτιστο -αλλά βαθιά ανθρώπινο, συνάμα.
Και μετά ήρθε το Oldboy.
Ρεζουμέ της ταινίας δεν έχει εδώ. Δεν της πρέπει. Με ένα ή δύο κλικ, αν θες, θα βρεις μια αξιοπρεπή σούμα στον ηλεκτρονικό ξερόλα. Εδώ θέλω να σου πω για αυτό το 25th frame της, αυτήν την αδιόρατη στιγμή που τοποθετήθηκε εκεί σαν πύλη. Αυτήν τη ρημάδα τη στιγμή που άπαξ και την δεις, αλλάζεις. Την καταπίνεις, οι νευρώνες σου βραχυκυκλώνουν, αλλοιώνεσαι κι αφήνεις τον χρόνο μέσα σου να κυλήσει αλλιώς.
Τι κι αν όλο το Oldboy διαπνέεται από μία εκδικητική μανία, από ένα ακάματο κυνηγητό μεταξύ θυμάτων, αυτό δεν είναι ο λόγος που γράφω σήμερα. Ούτε μία ενδότερη ανάγκη να δείξω πως πρόσεξα σκηνοθετικά τρικ και σεναριογραφικά γυρίσματα. Είναι εκείνη η ρημάδα η κορύφωση

Ο ήρωας και ο ανταγωνιστής του δεν είναι δύο αντίπαλες δυνάμεις. Δεν είναι καν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι ο ίδιος άνθρωπος σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ο Ο-Ντε-Σου είναι ο Γου-Τζιν. Μόνο που ακολουθεί τον δεύτερο σε αυτό που έχει γίνει αυτός. Θα ήταν εύκολο να πούμε πως ο Ο-Ντε-Σου είναι ο τραγικός ήρωας. Προηγήθηκε ο Γου-Τζιν, που προκάλεσε την τιμωρία του φτύνοντας πάνω σε ένα από τα αρχαιότερα ταμπού. Πηδώντας την αδερφή του. Κι ο Ο-Ντε-Σου μιλώντας για το αμάρτημα. Κι αν το ένα φαίνεται τρομακτικό ενώ το άλλο φυσιολογικά ανθρώπινο, η Ella Wilcox απεφάνθη. “Είτε κόκκος άμμου είτε πέτρα στο νερό βυθίζονται το ίδιο”. Δεν είναι παράλογο. Μία κίνηση της Σελήνης προκαλεί παλίρροιες και το πέταγμα μιας πεταλούδας σε ένα σημείο του κόσμου πλημμυρίζει τον αντίποδά του -έτσι λένε...
Όταν φτάνει εκείνη η αποφράδα η ώρα που ο Ο-Ντε-Σου χωρίζει από το είδωλό του, το “τερατώδες είδωλο” του Girard, ο Παρκ θέτει σε ισχύ έναν νέο μηχανισμό. Έναν μηχανισμό που αποσχίζεται από τον έως τώρα γνωστό μύθο. Γιατί ο ήρωας δεν διχοτομείται αλλά χωρίζει στα τρία. Στις Βάκχες ο Πενθέας έβλεπε δυο ήλιους και δυο Θήβες. Ο Νταλί έβλεπε δυο ήλιους και δυο φεγγάρια. Ο Παρκ, όμως, είδε την τριχοτόμηση. Ο Γου-Τζιν, ένθετος στον Ο-Ντε-Σου για πάντα, είναι εκεί κι ας έχει διακοσμήσει με τα μυαλά του τα τοιχώματα του ασανσέρ. Κι ο Ο-Ντε-Σου/Γου-Τζιν αποχωρίζεται το τέρας. Μόνο που το τέρας δεν πιάνεται χέρι-χέρι με το είδωλο αλλά βαδίζει σε τούτον τον κόσμο -τον πραγματικό- ώσπου να πεθάνει. Ο Ο-Ντε-Σού γίνεται ο Άλλος, το είδωλο που κάποτε ήταν. Τούτο το είδωλο είναι, λοιπόν, αλλιώτικο από όλα τα άλλα. Δεν είναι τερατώδες, δεν είναι το Κακό, δεν είναι Σκιά, εξανεμίζει από πάνω του τη γνώση που αποκόμισε ζητώντας εκδίκηση. Είναι, όμως, αμνήμον. Λειψό, στερημένο από τον λόγο και τη μνήμη. Μόνο έτσι μπορεί να συνεχίσει να ζει. Το θέλει, “κι ας μην είναι καλύτερος από ένα κτήνος”. Κι αυτό το είδωλο έτσι αποδείχνει πού είναι διαφορετικό από τον Ο-Ντε-Σου και τον Γου-Τζιν. Γιατί αποφασίζει, έστω και αργά, να ρίξει βάρος σε αυτό που του διέλαθε όταν ακόμη είχε καιρό. Στο να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να αγαπάει.
Η τελική σκηνή της ταινίας έρχεται πιότερο να ρωτήσει παρά να δώσει απαντήσεις. Αυτό που μοιάζει με απόφθεγμα σε καλεντάρι, γίνεται αδηφάγος ίλλιγος. “Γέλα κι ο κόσμος θα γελά μαζί σου. Κλάψε και θα κλαίς μόνος.” Κι αν η Ηχώ κι ο Νάρκισσος τα κάνανε μαντάρα κάποτε, κι αν ο Λακάν θεώρησε “υγιή απεμπλοκή” όσα συνέβησαν, δεν μπορώ να σταματήσω να αναρωτιέμαι πώς διάολο μας είχε διαφύγει για αιώνες. Είτε κόκκος άμμου είτε πέτρα στο κενό αιωρούνται το ίδιο. Ακόμη κι ένας ά-λογος, α-μνήμων, Οδυσσέας. Ένα γερασμένο παιδί. Αιωρείται, γαμώτο. Δεν βυθίζεται.
Έρικα Βαραγγούλη