This W. is the saga of a tormented, father-obsessed asshole who manages to play out his family drama on a world-historical stage.
J. Hoberman – Village Voice
Είθισται, πολιτικοί άνδρες και πράξεις τους να ιστοριογραφούνται με την πάροδο απαραίτητων ετών. Νομίζω το γιατί ανήκει στην σφαίρα του ευλόγου της ιστορικής αντικειμενικότητας. Που βεβαίως δεν υφίσταται, αφού ως γνωστόν η ιστορία δεν είναι παρά αφηγήσεις μιας εκλαμβανόμενης αλήθειας.
Το ότι τα παραπάνω για τον Oliver Stone είναι φανταχτερές λεπτομέρειες – αν μη τι άλλο στο σκηνοθετικό alter ego του – φαίνεται στην πλειοψηφία των ταινιών του, και ειδικά στο magnum opus του, που εγκαινίασε και την «τριλογία των προέδρων» που κλείνει με το W, το J.F.K. Για αυτόν τον δαιμόνιο δημαγωγό φιλμοκατασκευαστή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην ιστορική τεκμηρίωση και την ιστορικοφανή αναπαράσταση μοιάζει για πάντα μουτζουρωμένη. Η ευκολία δε της αδιάκριτης κάμερας που αναπαριστά είτε το Houston του Νοέμβρη του ’63 ή το οβάλ γραφείο του 2002, είναι παροιμιώδης και, μες στο συναρπασμό της, διαβολική. Οι καταγραφές της κατά Stone αμερικανικής ιστορίας είναι γκαιμπελσικά φληναφήματα, όχι λιγότερο άξια διανοητικού κατατρεγμού από προπαγανδιστικές μπροσούρες απολυταρχικών καθεστώτων.
Ωστόσο, κάτι που λίγοι θα αρνούνταν στο σινεμά του Stone, είναι η υστερική του δεξιοτεχνία που τις καθιστά συνήθως ένα απόσταγμα φιλμοκατασκευαστικού θεάματος.
Το W, δυστυχώς, δεν είναι ούτε αυτό. Μακριά από την ντετεκτιβίστικη ιχνηλασία του J.F.K. και τον άκρατο σαιξπηρισμό του Nixon (της πιο «έντιμα άτιμης» πολιτικολογίας του σκηνοθέτη), το W μοιάζει εγκαταλειμμένο, πληκτικό και, προπάντος, τονικά αμφιταλαντευόμενο. Αν και κλίνει προς την πολιτική σάτιρα – κάτι που τουλάχιστον αρμόζει στον μηδενικό χρόνο που το χωρίζει από τον βιογραφούμενο – στοχεύει ενίοτε στην behind close doors εξιστόρηση, ενώ, κατά το εκνευριστικά τετριμμένο πλέον, αναμοχλεύει έναν άχρωμο φροϋδισμό για να ερμηνεύσει ένα πολιτικό φαινόμενο.
Αυτή είναι και η αχίλλειος πτέρνα του: Ακόμη κι αν δεχθείς το επιστημονικά… απαγορευμένο (την μηδενική χρονική απόσταση που μας χωρίζει), το W πέφτει στην παγίδα της Πτώσης του Hirschbiegel (2004). Της ταινίας δηλαδή που αντί να εστιάσει στις πράξεις και τις συνέπειες μιας πολιτικής φυσιογνωμίας, εξωραΐζει είτε εστιάζοντας στις ανθρώπινες στιγμές (Πτώση) ή αναζητώντας τα αίτια στην ασφάλεια μιας κοινής ψυχαναλυτικής προσέγγισης (W).
Όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν bluesman, ο γλυκερός καρτποσταλισμός του Ray δεν μπορεί να αποτελέσει την μέθοδο κριτικής κατανόησης ενός αμερικανού προέδρου. Βέβαια ο Stone είναι αρκετά σατανικός για ν΄αλλάξει διευθυντή φωτογραφίας (ο Φαίδων Παπαμιχαήλ αντί του γυaλιστερού Robert Richardson), προσδίδοντας έτσι ένα matter of fact ύφος, όμως η ουσία μένει ίδια: Ο κύριος Bush ο νεότερος, απαλλάσεται λόγω οιδιποδείου. Κι επειδή η πολιτική σάτιρα χρειάζεται το δεκανίκι της, τον απαλλάσσει και λόγω πνευματικής ανεπάρκειας. Ένα αλκοολικό παιδί του μπαμπά που νομίζει ότι είναι…Κένεντι (μια από τις καλύτερες ατάκες του σεναρίστα του Wall Street, Stanley Weiser), ένας άπραγος 40άρης δίχως οιεσδήποτε περγαμηνές, ένας wannabe baseballer με ψευδαισθήσεις μεγαλείου και μια ακόμα περίπτωση καταπιεσμένου γιου με σύνδρομα πατρικής αναγνώρισης έγινε πρόεδρος των Η.Π.Α., αιματοκυλώντας την ανθρωπότητα και χρεωκοπώντας την χώρα του. Αν αυτό δεν είναι μια απόδειξη της σιωπής του Θεού (που ο Stone αποδεδειγμένα δεν μπορεί κουμαντάρει), είναι αν μη τι άλλο μια υπέροχη αφορμή για μια συμπαντική κωμωδία διάλυσης με ολίγη από δυναμιτιστικές νύξεις μιας αχυρένιας δημοκρατίας νεοσυντηρητικού σπαραγμού.
Που χάθηκε παρομοίως συμπούρμπουλη …
Ηλίας Δημόπουλος
5 σχόλια:
Συμφωνώ με την έκφρασή σου "άχρωμος φρουδισμός", και κοινότοπος, αλλά σε βρίσκω λίγο αυστηρό. Δεν νομίζω ότι ο Στόουν "απαλλάσσει" τον Μπους!
Πάντως, κι εμένα δεν μ' αρέσει καθόλου σε πολιτικές ταινίες να υπερτερεί το "οικογενειακό δράμα", το θεωρώ μια νόθευση του πολιτικού στοχασμού προς το πιο romanesque και θεωρώ ότι "κύριε, ή να έχεις τα κότσια να κάνεις μια βαρβάτη ταινία με πολιτικό στοχασμό, ή μην μας μπλέκεις τα οικογενειακά του άλλου ως κύρια κίνητρα της δράσης του"...
Βέβαια, το θέμα του είναι δύσκολο. Τι κακό να πει για τον Μπους που δεν το ξέρουμε ήδη; Προσωπικά, δεν θα μου άρεσε ένας Μπους- σάκκος του μποξ. Σε αυτήν την φάση. Οπότε οι επιλογές του Στόουν (οικογενειακό-θρησκευτικό δράμα) ίσως και νά ταν αν όχι μονόδρομος, τότε τουλάχιστον η προφανής λύση.
Αλλά όπως είπες, η σωστή λύση θα ήταν να είχε κάνει την ταινία μερικά χρόνια μετά...
Ανάμεσα στο να ήταν σάκκος του μποξ και στην απαλλαγή, που, επίτρεψε μου, δεν μπορώ να δω διαφορετικά (ίσως γιατί η σατιρική δύναμη του σκηνοθέτη στο μυαλό μου είναι ανύπαρκτη σχεδόν) θα μπορούσε να σχηματισθεί μια ταινία κριτικής πολιτικών κινήσεων. Όχι μια ταινία δικαιολόγησης - και μάλιστα πράξεων που πάρα πολλοί δεν γνωρίζουν.
Στην Πτώση, αυτή η οπτική ήταν νομίζω, μια επιβελημένη πολιτική πράξη. Μέχρι τότε ο Χίτλερ παρουσιαζόταν στο σινεμά με δύο τρόπους: Είτε σαν ένας κοινός παράφρονας, είτε σαν ένας διαβολικός τύπος που ξεπερνά κατά πολύ τα ανθρώπινα μέτρα. Ο Χίρσμπιγκελ τον απομυθοποιεί. Συρρικνώνει τις μυθικές διαστάσεις του και μας τον παρουσιάζει σαν έναν κοινό θνητό ο οποίος μάλιστα αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων. Το χρειαζόταν αυτό η γερμανική κοινωνία.
Δηλαδή η οπτική ημών για τον Χίλερ στο σινεμά βρήκε τον αντίποδα του τερατώδους στο (κατώτερα) ανθρώπινο.
Μια ιστορική βιογραφία κινηματογραφικού βεληνεκούς - ξέρω, βέβαια, πως Λόρενς δεν φτιάχνονται κάθε μέρα... - που θα σκοπεύσει τον άνθρωπο δίχως να θέλει να μας κάνει καλά και σώνει να τον μισήσουμε ή να τον συμπαθήσουμε;...
(Προς Giorgos):
Α! Πανέμορφο το ξέρεις ποιο αλλά θέλει υπομονή. Καλό του διάβασμα και περιμένω πρόσκληση παρουσίασης.
Δημοσίευση σχολίου