Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

CAPE FEAR (1962)


Στην αυγή των 60’s, θορυβημένοι από την κρίση του παλιού χολιγουντιανού συστήματος και από το επακόλουθο ψαλίδισμα των μυθικών μισθών τους, κάποιοι από τους υπηρέτες της υποκριτικής τέχνης αποφάσισαν να βάλουν ένα δεύτερο καρπούζι κάτω από τη μασχάλη τους: Να γίνουν δηλαδή οι ίδιοι παραγωγοί των ταινιών τους. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γκρέγκορι Πεκ σκέφτηκε να επενδύσει ένα μέρος από τις όχι και τόσο ισχνές οικονομίες του, για να γυρίσει ένα θρίλερ χιτσκοκικού τύπου.

Δεν γνωρίζουμε αν είχε κατά νου να συνεργαστεί με τον ίδιο τον ευτραφή Λονδρέζο. Το βέβαιο είναι ότι τελικά αρκέστηκε σε έναν θαυμαστή και σε δύο από τους βασικότερους συνεργάτες του. Δηλαδή στον βρετανό σκηνοθέτη Τζέι Λι Τόμπσον, ο οποίος λέγεται ότι είχε μελετήσει εμβριθώς τα φιλμ του συμπατριώτη του και στους Τζορτζ Τομασίνι (στο μοντάζ) και Μπέρναρντ Χέρμαν (στη σύνθεση της μουσικής). Ο βασικός ρόλος ήταν καπαρωμένος από τον καρπουζοκουβαλητή, ενώ ο Ρόμπερτ Μίτσαμ δέχτηκε μετά χαράς να περιηγηθεί στις λίγες περιοχές του «κακού» που είχε αφήσει ανεξερεύνητες μετά τη Νύχτα του Κυνηγού.
Ο ήρωας που υποδύεται ο Μίτσαμ, ονομάζεται Μαξ Κέιντι, είναι πρώην κατάδικος και έχει έναν και μοναδικό σκοπό σε αυτή τη ζωή: Να εκδικηθεί τον άνθρωπο, που κατά τη γνώμη του, ευθύνεται για την καταδίκη του. Αυτός είναι ο Σαμ Μπάουντεν, ένας επιτυχημένος δικηγόρος που, έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του, απολαμβάνει την οικογενειακή γαλήνη. Ο ερχομός του Κέιντι τρομοκρατεί τον Μπάουντεν. Είναι άλλωστε φως φανάρι ότι ο πρώην κατάδικος δεν θα αρκεστεί στο να εξοντώσει τον ίδιο μα θα συμπεριλάβει στο πακέτο τιμωρίας τόσο την σύζυγο όσο και τη μικρή και αθώα του κόρη. Καταφεύγει λοιπόν στις υψηλές γνωριμίες του, για να τον βοηθήσουν να απομακρύνει τον εισβολέα από την πόλη. Δεν έχει ιδέα όμως με ποιον έχει να κάνει. Ο Κέιντι ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά τους νόμους και γνωρίζει επ’ ακριβώς τα δικαιώματά του. Όσο δεν κάνει το μοιραίο λάθος, τα χέρια της αστυνομίας είναι δεμένα.
Εδώ βρίσκουμε και την κλασική «αντιδραστική» υπόνοια, πως πολλοί από τους νόμους που εξασφαλίζουν την ισοπολιτεία, προστατεύουν όχι «εμάς» τους ευυπόληπτους πολίτες, αλλά τις κάθε λογής λέρες που επιβουλεύονται την ευτυχία μας. Έτσι το μόνο που μας απομένει, είναι να καταφύγουμε στον ευλογημένο –από το θεό του σινεμά- θεσμό της αυτοδικίας.
Όπως και να έχει, ο Μπάουντεν, προσλαμβάνει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ (είναι μια από τις πρώτες φορές που το κεφάλι του Τέλι Σαβάλας, γυαλίζει στην οθόνη) και αρχίζει να εφαρμόζει διάφορες μεθόδους που απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν νόμιμες. Άλλο που δεν θέλει ο Κέιντι. Τυλίγει το δικηγόρο σε μια κόλα χαρτί και πετυχαίνει να τον απομακρύνει για λίγες μέρες από την οικογένειά του. Τότε όμως πέφτει στην παγίδα. Ο Μπάουντεν θα τον παρασύρει σε ένα πλωτό σπίτι στο ποτάμι όπου έχουν ήδη καταφύγει, μόνα τους υποτίθεται, τα γυναικόπαιδα. Εκεί, μέσα στις ψηλές καλαμιές, θα διαδραματιστεί η καταλυτική σκηνή, όπου η τάξη και το δίκαιο θα λάμψουν και οι ανήθικες βουλές του εισβολέα θα βουλιάξουν στα βαλτόνερα.

Ο βασικός παράγοντας της επιτυχίας της ταινίας –και ο κυριότερος από τους λόγους που θα με ωθούσαν να την ξαναδώ- είναι το σακουλιασμένο βλέμμα του Ρόμπερτ Μίτσαμ, που, αρνούμενο πεισματικά να καθρεφτίσει και το παραμικρό ανθρώπινο συναίσθημα, κάνει τον ήρωα να φαντάζει ολοκληρωτικά και τελειωτικά απάνθρωπος. Ο κατά Μίτσαμ Μαξ Κέιντι είναι μια βιολογική μηχανή εκδίκησης. Ένα πεινασμένο θηρίο που οριοθετεί την εξουσία του κατουρώντας μεγαλοπρεπώς πάνω στους ηθικούς μας φραγμούς. Η μοναδική στιγμή «ανθρωπιάς» του, έρχεται με το φινάλε, όταν χάνοντας το παιχνίδι, χάνει και τη δύναμη που τον κρατούσε όρθιο. Το ζωώδες οικοδόμημα καταρρέει και ο ίδιος μετατρέπεται με μιας από τρομερό λιοντάρι σε μια αφόρητα αναξιοπρεπή ανθρώπινη καρικατούρα.

Τρεις δεκαετίες αργότερα, η σκορσέζεια εκδοχή της ιστορίας, βάζει στο καμβά κάποια νέα στοιχεία. Για παράδειγμα η κόρη του δικηγόρου δεν είναι δα και τόσο αθώα, ενώ ο ίδιος απατά την γυναίκα του. Το κυριότερο όμως είναι ότι στο θέμα του Μαξ Κέιντι, ο Μπάουντεν έχει τη φωλιά του λερωμένη. Καθώς λοιπόν ο «κακός» έχει τα δίκια του, η σύγκρουση των δύο κόσμων, αποκτά αμέσως περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης.
Είναι πάντως γεγονός ότι το ριμέικ, παρά την εφιαλτική του ατμόσφαιρα, είναι πολύ πιο «φωτεινό» από το πρωτότυπο. Κι αυτό γιατί η όλη περιπέτεια βοηθάει στο να συσφιχθούν οι προβληματικές σχέσεις της οικογένειας.
Αντίθετα, στην ταινία του ’62, οι προεκτάσεις του φινάλε είναι ερεβώδεις, αφού η παρένθεση που λέγεται Μαξ Κέντι, λασπώνει δια παντός την εποχή της αθωότητας και διδάσκει στους Μπάουντεν και σε όλους εμάς, ότι παραμυθένιες ζωές υπάρχουν μόνο στις μέτριες ταινίες.

Γιώργος Παναγιωτάκης

6 σχόλια:

W. είπε...

Ποτέ δεν κατόρθωσα να το βρω για να κάνω τη σύγκριση με την εκπληκτκή δουλειά που έκανε ο Σκορσέζε στο ριμέικ, αλλά συνεχίζω να προσπαθώ

Unknown είπε...

Με καθυστέρηση μικρή να φυτέψω μια μικρή διαφωνία στην αναφορά σου στον Scorsese: Η δική μου αίσθηση - καθόλου "υπερασπιστική" στο νεότερο Cape Fear - είναι πως η σύσφιξη των δεσμών όντως συμβαίνει (αυτό πέρα από κριτικό γινάτι δεν είναι και απαραίτητα ο βελζεβούλης των μοτίβων του αμερικάνικου σινεμά...) όχι χωρίς το τίμημα της αμετάκλητης ανάμνησης του γεγονότος, όμως.
Θυμήσου το τελευταίο πλάνο της εκδοχής Scorsese..

theachilles είπε...

Ο Ηλίας μου πήρε την μπουκιά από το στόμα. Για μένα, είναι αρκετά πιο σκοτεινό το κατά Σκορσέζε Cape Fear. Όπως και να ερμηνεύσουμε το τελευταίο πλάνο, είτε σαν "νίπτω τας χείρας μου εκεί που βρίσκεται το πτώμα του Max", είτε σαν "ξεπλένω τις αμαρτίες αλλά αυτές δε βγαίνουν ούτε καν από τα χέρια", νομίζω δε βλέπουμε μια πραγματική σύσφιξη των δεσμών, παρά μόνο πρόσκαιρη. Το μέλλον είναι δυσοίωνο και αυτή η ειρωνική πικρή γεύση αποτελεί κλασικό παράδειγμα σκορσεζικού φινάλε. Επίσης, θεωρώ ότι ο προβληματισμός στο δεύτερο φιλμ είναι πιο ολοκληρωμένος, για τους λόγους που εκθέτει πολύ ωραία στο κείμενό του ο Γιώργος. Υπάρχει μια ξεκάθαρα διαλεκτική σκέψη, το καλό και το κακό ενυπάρχει ταυτόχρονα τόσο στον Max (η αδικία που έχει υποστεί μας κάνει να καταναοούμε, σε ένα βαθμό, τα κίνητρά του), όσο και στον Sam.

Αυτή η διαύγεια δεν υπάρχει στο πρώτο φιλμ, που ωστόσο αφήνει υπαινικτικές πινελιές για μια πιο σκοτεινή ανάγνωση και το κείμενό σου τις συλλαμβάνει έξοχα.

Ανώνυμος είπε...

Σαφώς και έχετε δίκιο. Η σκοτεινιά της πρώτης ταινίας στην ουσία δεν υπάρχει. Αν βρισκόμασταν στο 1963
-κάτι που αυτόματα θα σήμαινε ότι αυτή κουβέντα θα γινόταν δι αλληλογραφίας (και έτσι θα είχα και μια καλή δικαιολογία, Ηλία για το ζήτημα που συχνά πυκνά θίγεις)-
ίσως να λέγαμε: "τέλος καλό όλα καλά" και "η ζωή συνεχίζεται". Τώρα που έχει μεσολαβήσει το ριμέικ, αλλά και μια γενικότερη αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι ήρωες από τους σεναριογράφους και να θέλεις δεν μπορείς να δεις τα πράγματα έτσι. Φταίει βέβαια το ότι δυιλίζουμε τον κώνωπα μερικές φορές...

Ανώνυμος είπε...

Costello, κυκλοφορεί σε dvd
http://www.videorama.gr/videorama/details.asp?ProductID=36446&bhjs=1&bhqs=1

W. είπε...

Φχαριστώ Γιώργο.