Καθώς θεωρώ τον εαυτό μου μεγάλο θαυμαστή του σκηνοθέτη Eastwood, η διαπίστωση στην οποία με οδηγεί η τελευταία του ταινία φαντάζει ακόμα πιο απογοητευτική: είναι φανερό πως έχει το ταλέντο και την ικανότητα να εξυψώσει ένα ήδη καλό πρώτο υλικό, ωστόσο παραμένει δέσμιος του σεναρίου του όταν αυτό παρουσιάζει προβλήματα. Ο σχηματικός χαρακτήρας της ανατολικογερμανίδας πόρνης στο Million Dollar Baby απέχει έτη φωτός από τους ολοκληρωμένους δεύτερους ήρωες του Mystic River και ο σερίφης του Gene Hackman στο Unforgiven δεν έχει την παραμικρή σχέση με τους αστυνομικούς του Changeling. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ευγενείς προθέσεις του σε ένα φιλμ που έχει ως φανερό σκοπό να καταδικάσει τη διαφθορά του συστήματος μέσα από την καταγραφή των επιπτώσεων της στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. Ωστόσο, ο ακαδημαϊκός τρόπος που επιλέγουν σεναριογράφος και σκηνοθέτης να ασκήσουν την κριτική τους έχει ως μοναδική επίπτωση να αποδυναμώνει την ματιά τους.
Η υπερ-επεξηγηματική αφήγηση και το αναλυτικό ντεκουπάζ χαρτογραφούν την πορεία της κεντρικής ηρωίδας από την καταβύθιση στην κόλαση μέχρι και την τελική αναρρίχησή της, η οποία όμως οφείλεται στη δύναμη και στο θάρρος του ατόμου να τα βάλει με την οργανωμένη εξουσία. Ακόμα και αν ο Eastwood ήθελε να επιστήσει την προσοχή των θεατών στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα (άλλωστε η διαφθορά είναι αποδεδειγμένα διαχρονική), αυτό που παρέδωσε στο σελυλόιντ μοιάζει με έναν συντηρητικό ύμνο στο αμερικανικό όνειρο. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την εμμονή στη λεπτομέρεια κατά την ανασύσταση της εποχής (η ιστορία μας εξελίσσεται στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 και στις αρχές του ’30) που εγκλωβίζει την ταινία σε ένα κλίμα αφόρητα ρετρό δυσκολεύοντας τις αναγωγές για την όποια ουσία κρύβεται κάτω από την πολύ ενδιαφέρουσα επιφάνεια (αν και αναπαριστά εύστοχα την μειονεκτική θέση της γυναίκας στην κοινωνία της περιόδου). Η βασική διαφωνία μου, όμως, έγκειται στην χαρακτηρολογική προσέγγιση από πλευράς σκηνοθέτη, μέσα στην οποία περικλείονται τόσο τα προβλήματα του Changeling όσο και μια μικρή γεύση από την ταινία που θα μπορούσε να είναι.
Η αφήγηση κινείται γύρω από τρεις πόλους: την Christine Collins (Angelina Jolie), μητέρα του εννιάχρονου Walter η εξαφάνιση του οποίου στα πρώτα λεπτά κινεί τα δραματουργικά νήματα, την αστυνομία που με προεξάρχοντα τον επικεφαλής του τμήματος, Jones, προσπαθεί να επιβάλλει μια λύση στην υπόθεση και, τέλος, τον Gordon Northcott, έναν κατά συρροή δολοφόνο μικρών παιδιών με εμφανή ψυχολογικά προβλήματα. Ο Eastwood μοιάζει να αποπειράται εδώ κάτι που είχε αποδειχθεί απόλυτα επιτυχημένο στο Million Dollar Baby: στην μέση της ταινίας φαίνεται να αλλάζει αφηγηματική κατεύθυνση. Μέχρι τότε παρακολουθούσαμε τον αγώνα μιας μάνας να μάθει την αλήθεια για το γιο της ενώ ταυτόχρονα υφίσταται έναν σαρωτικό πόλεμο από την αστυνομία. Σε εκείνο το σημείο, όμως, εισάγεται ο χαρακτήρας του Gordon και, με αβέβαια δυστυχώς βήματα, αρχίζει το ενδιαφέρον να στρέφεται προς αυτόν. Δεδομένης της μονόπλευρης απεικόνισης των αστυνομικών (με σαφή διαχωρισμό καλών και κακών μπάτσων), θα μπορούσε το Changeling να εξυψωθεί σε μια οξεία μελέτη για τις παθογένειες που επιφέρει σε μια κοινωνία η διεφθαρμένη εξουσία. Δύο ξεχωριστοί άνθρωποι (η μητέρα και ο δολοφόνος) ως διαφορετικής μορφής θύματα του συστήματος, που στην ταινία εκπροσωπείται από τους αστυνομικούς (έτσι οι τελευταίοι θα μπορούσαν να εκληφθούν ως απλά σύμβολα δικαιολογώντας σε κάποιο βαθμό την μονόπλευρη μεταχείρισή τους). Με εξαίρεση όμως το διεισδυτικό σκηνοθετικό βλέμμα στη σκηνή του απαγχονισμού, η ενασχόληση του φιλμ με τον Gordon στέκει ανεπαρκής. Ο άνθρωπος αυτός παραμένει μέχρι τέλους ένα αίνιγμα για τον θεατή, καθώς ο Eastwood εμφανώς δεν ενδιαφέρεται για αυτόν όσο για την Christine και η αφηγηματική στροφή αποδεικνύεται πρόσκαιρη. Με την έξοδό του από τα δρώμενα, η ταινία θα εξακολουθήσει (για αρκετή ώρα, σε ένα φιλμ που μοιάζει να πλατειάζει από την αρχή) απρόσκοπτα να περιγράφει την νίκη της απλής μάνας απέναντι στους διεφθαρμένους αστυνομικούς, με συνέπεια ακόμα και η προαναφερθείσα σκηνή της εκτέλεσης να αποδυναμώνεται ενταγμένη στην ευρύτερη διάθεση προς ένα καθαρτήριο φινάλε για την ηρωΐδα και τον θεατή.
Ο Eastwood, ίσως εμπιστευόμενος το σενάριο περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, αποδεικνύει και αλλού ότι έχει χάσει τις ισορροπίες στην αντιμετώπιση των χαρακτήρων. Επιμένει στον αστυνόμο Jones και οι πολλές σε αριθμό σκηνές που μοιράζεται με την Christine σε συνδυασμό με την έντασή τους, αναπόφευκτα προσδίδουν μια προσωπική διάσταση στη σύγκρουση. Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος χαρακτήρας ξεπερνάει το συμβολικό του ρόλο και εξανθρωπίζεται, δημιουργώντας ερωτήματα στον θεατή για τα πραγματικά αίτια της επιμονής του να παγιδεύσει την άτυχη μάνα. Αυτά, δυστυχώς, θα μείνουν αναπάντητα και η γενική θεώρηση «φοβάται μη χάσει την καρέκλα του» δεν είναι πια αρκετή. Βέβαια, ας σημειωθεί ότι μερίδιο της ευθύνης για την ελλιπή απεικόνιση των χαρακτήρων φέρουν και οι ηθοποιοί που κινούνται στην μετριότητα, με την εξαίρεση της Amy Ryan (στο ρόλο μιας ασθενούς στο ψυχιατρείο που εισάγεται η Christine) και της Angelina Jolie. Η τελευταία δεν ενθουσιάζει με την ερμηνεία της, ούτε όμως και απογοητεύει, εκμεταλλευόμενη τις αβανταδόρικες σκηνές που τις προσφέρει το σενάριο. Υπάρχουν άλλωστε άφθονες τέτοιες, σε μια ταινία βυθισμένη στις συμβάσεις του εκβιαστικού μελό.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Η υπερ-επεξηγηματική αφήγηση και το αναλυτικό ντεκουπάζ χαρτογραφούν την πορεία της κεντρικής ηρωίδας από την καταβύθιση στην κόλαση μέχρι και την τελική αναρρίχησή της, η οποία όμως οφείλεται στη δύναμη και στο θάρρος του ατόμου να τα βάλει με την οργανωμένη εξουσία. Ακόμα και αν ο Eastwood ήθελε να επιστήσει την προσοχή των θεατών στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα (άλλωστε η διαφθορά είναι αποδεδειγμένα διαχρονική), αυτό που παρέδωσε στο σελυλόιντ μοιάζει με έναν συντηρητικό ύμνο στο αμερικανικό όνειρο. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την εμμονή στη λεπτομέρεια κατά την ανασύσταση της εποχής (η ιστορία μας εξελίσσεται στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 και στις αρχές του ’30) που εγκλωβίζει την ταινία σε ένα κλίμα αφόρητα ρετρό δυσκολεύοντας τις αναγωγές για την όποια ουσία κρύβεται κάτω από την πολύ ενδιαφέρουσα επιφάνεια (αν και αναπαριστά εύστοχα την μειονεκτική θέση της γυναίκας στην κοινωνία της περιόδου). Η βασική διαφωνία μου, όμως, έγκειται στην χαρακτηρολογική προσέγγιση από πλευράς σκηνοθέτη, μέσα στην οποία περικλείονται τόσο τα προβλήματα του Changeling όσο και μια μικρή γεύση από την ταινία που θα μπορούσε να είναι.
Η αφήγηση κινείται γύρω από τρεις πόλους: την Christine Collins (Angelina Jolie), μητέρα του εννιάχρονου Walter η εξαφάνιση του οποίου στα πρώτα λεπτά κινεί τα δραματουργικά νήματα, την αστυνομία που με προεξάρχοντα τον επικεφαλής του τμήματος, Jones, προσπαθεί να επιβάλλει μια λύση στην υπόθεση και, τέλος, τον Gordon Northcott, έναν κατά συρροή δολοφόνο μικρών παιδιών με εμφανή ψυχολογικά προβλήματα. Ο Eastwood μοιάζει να αποπειράται εδώ κάτι που είχε αποδειχθεί απόλυτα επιτυχημένο στο Million Dollar Baby: στην μέση της ταινίας φαίνεται να αλλάζει αφηγηματική κατεύθυνση. Μέχρι τότε παρακολουθούσαμε τον αγώνα μιας μάνας να μάθει την αλήθεια για το γιο της ενώ ταυτόχρονα υφίσταται έναν σαρωτικό πόλεμο από την αστυνομία. Σε εκείνο το σημείο, όμως, εισάγεται ο χαρακτήρας του Gordon και, με αβέβαια δυστυχώς βήματα, αρχίζει το ενδιαφέρον να στρέφεται προς αυτόν. Δεδομένης της μονόπλευρης απεικόνισης των αστυνομικών (με σαφή διαχωρισμό καλών και κακών μπάτσων), θα μπορούσε το Changeling να εξυψωθεί σε μια οξεία μελέτη για τις παθογένειες που επιφέρει σε μια κοινωνία η διεφθαρμένη εξουσία. Δύο ξεχωριστοί άνθρωποι (η μητέρα και ο δολοφόνος) ως διαφορετικής μορφής θύματα του συστήματος, που στην ταινία εκπροσωπείται από τους αστυνομικούς (έτσι οι τελευταίοι θα μπορούσαν να εκληφθούν ως απλά σύμβολα δικαιολογώντας σε κάποιο βαθμό την μονόπλευρη μεταχείρισή τους). Με εξαίρεση όμως το διεισδυτικό σκηνοθετικό βλέμμα στη σκηνή του απαγχονισμού, η ενασχόληση του φιλμ με τον Gordon στέκει ανεπαρκής. Ο άνθρωπος αυτός παραμένει μέχρι τέλους ένα αίνιγμα για τον θεατή, καθώς ο Eastwood εμφανώς δεν ενδιαφέρεται για αυτόν όσο για την Christine και η αφηγηματική στροφή αποδεικνύεται πρόσκαιρη. Με την έξοδό του από τα δρώμενα, η ταινία θα εξακολουθήσει (για αρκετή ώρα, σε ένα φιλμ που μοιάζει να πλατειάζει από την αρχή) απρόσκοπτα να περιγράφει την νίκη της απλής μάνας απέναντι στους διεφθαρμένους αστυνομικούς, με συνέπεια ακόμα και η προαναφερθείσα σκηνή της εκτέλεσης να αποδυναμώνεται ενταγμένη στην ευρύτερη διάθεση προς ένα καθαρτήριο φινάλε για την ηρωΐδα και τον θεατή.
Ο Eastwood, ίσως εμπιστευόμενος το σενάριο περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, αποδεικνύει και αλλού ότι έχει χάσει τις ισορροπίες στην αντιμετώπιση των χαρακτήρων. Επιμένει στον αστυνόμο Jones και οι πολλές σε αριθμό σκηνές που μοιράζεται με την Christine σε συνδυασμό με την έντασή τους, αναπόφευκτα προσδίδουν μια προσωπική διάσταση στη σύγκρουση. Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος χαρακτήρας ξεπερνάει το συμβολικό του ρόλο και εξανθρωπίζεται, δημιουργώντας ερωτήματα στον θεατή για τα πραγματικά αίτια της επιμονής του να παγιδεύσει την άτυχη μάνα. Αυτά, δυστυχώς, θα μείνουν αναπάντητα και η γενική θεώρηση «φοβάται μη χάσει την καρέκλα του» δεν είναι πια αρκετή. Βέβαια, ας σημειωθεί ότι μερίδιο της ευθύνης για την ελλιπή απεικόνιση των χαρακτήρων φέρουν και οι ηθοποιοί που κινούνται στην μετριότητα, με την εξαίρεση της Amy Ryan (στο ρόλο μιας ασθενούς στο ψυχιατρείο που εισάγεται η Christine) και της Angelina Jolie. Η τελευταία δεν ενθουσιάζει με την ερμηνεία της, ούτε όμως και απογοητεύει, εκμεταλλευόμενη τις αβανταδόρικες σκηνές που τις προσφέρει το σενάριο. Υπάρχουν άλλωστε άφθονες τέτοιες, σε μια ταινία βυθισμένη στις συμβάσεις του εκβιαστικού μελό.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
2 σχόλια:
Συμφωνούμε σχεδόν σε όλα Αχιλλέα μου!
Νομίζω πως απ' την "πεζη" απεικόνιση των ηρώων ξεκινάει η κατρακύλα του δράματος. Ο Eastwood έχει το χάρισμα είτε να εκμαιεύει είτε να δημιουργεί το συναίσθημα στο θεατή του. Αλλά πέραν τούτου το Changeling αποτυγχάνει πολυπλεύρως μιας βαθιάς κατηγορίας στην διαχρονική(όπως λες) διαφθορά.
Και εγώ τη σύγκριση με το Million Dollar έκανα ευθύς αμέσως. Νομίζω πως οι δυο ταινίες δεν απέχουν πολύ αναπαραστατικά, όμως το Million έχει μια λεπτή εγκράτεια που το διαχωρίζει εμφανώς και καθέτως. Αν θυμηθούμε και εκεί το πλάσιμο των ηρώων (αντίπαλη πυγμάχο, οικογένεια κλπ) η δραματουργική τους υπόσταση δε διέφευγε του πρώτου αβίαστου χαρακτηρισμού που αποσκοπούσε στην ομαλή ροή του δράματος. Ομοίως και εδώ, οι ήρωες είναι καμωμένοι με τα ίδια(ίσως και πιο χονδρικώς δουλεμένα) υλικά. Μόνο που εδώ το πλήθος των ηρώων είναι υπερπολλαπλάσιο με αποτέλεσμα η πλοκή να κατευθύνεται ανεξέλεγκτα σε έναν μελλοδραματισμό εκ mainstream Hollywood δανεισμένο!
Χρόνια Πολλά και Καλά Αχιλλούκο μου. Στα λέω από εδώ γιατί το δωματιό σου δεν δέχεται σχόλια.
:))))))
Δημοσίευση σχολίου