Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Ρεμπέτικο (1983)

“Τι κάνουμε όταν θέλουμε να πούμε κάτι και η κουβέντα μας δεν το χωράει; Το στρίβουμε στο τραγούδι. Διότι το τραγούδι είναι μία κουβέντα που τρελάθηκε.” (Το Μεγάλο μας Τσίρκο, 1973)


Τον θυμάμαι πάντα σκυθρωπό, αμίλητο, ξερακιανό πίσω από τα ψαρά μουστάκια του. Φόβος και τρόμος για εμάς τα παιδιά. Έστριβε τα τσιγάρα του σκυφτός κάτω από τη μουριά και παίρνοντας την πρώτη τζούρα έφτυνε τον καπνό που κόλλαγε στα χείλη του. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν στα βαφτίσια της εγγονής του. Μόνο οι πλάτες του ήταν πιο ίσιες από ό,τι συνήθως. Παρατηρούσε τους καλεσμένους να λικνίζονται σε τσιφτετέλια και να χοροπηδάνε στα νησιώτικα. Έστριβε τα τσιγάρα του αμίλητος και πού και πού κατέβαζε γουλιές από το ούζο του. Ώσπου ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το Συννεφιασμένη Κυριακή. Κι εκείνο το βράδυ, για λίγα λεπτά, ο θείος Γάκιας ξεσυννέφιασε. Έστριψε το μουστάκι του, πάτησε το τσιγάρο του χάμω και απογειώθηκε μεμιάς μπαλαντσάροντας τα χέρια του. Η πίστα γέμισε από τον όγκο του αεριωθούμενου αυτού ανθρώπου και η βαρύτητα έχασε κάθε δύναμη πάνω του. Έπειτα προσγειώθηκε πάλι στην καρέκλα του, κάνοντας χώρο στους νεότερους που πάλευαν να συντονίσουν τα βήματά τους σε ένα χασάπικο σαν καλοκουρδισμένοι χορευτές του Δαλιανίδη. Τον πλησίασα διστακτικά. “Καταπληκτικό τραγούδι, ε;” “Το ξέρω που δεν σας αρέσουν εσάς των νεότερων τα παλιά τα ρεμπέτικα.” “Γιατί το λες αυτό;” “Ξέρω 'γω τι λέω. Δεν σας αρέσουν. Γιατί λένε την αλήθεια.”

Η Μαρίκα θα γεννηθεί στη Σμύρνη την εποχή που ο Λευτεράκης οδηγεί τους ξαναγεννημένους Μεγαλοϊδεάτες Έλληνες στα παράλια της Μικράς Ασίας. Έτσι θα καταλήξει με τους ρεμπέτες γονείς της στις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Και είναι από αυτό το σημείο που τις δύο βασικές ηρωίδες θα τις συντροφεύει το ίδιο κενό βλέμμα. Η Ανδριάνα απαλλάσσεται από αυτό μόνο τις στιγμές που φιτιλιάζεται από τον άνδρα της και όταν παραδέχεται άπαξ ότι φοβάται. Ο θάνατος θα την βρει λίγο αργότερα. Νέα. Υποσχόμενη. Ξεφτιλισμένη. Άστοργη. Μία υπέροχη Μάνα Ελλάδα.

Το Μαρικάκι μεγαλώνει στους τεκέδες και τα προσφυγικά. Συντροφιά, και παρηγοριά, της ο Γιωργάκης. Ο αιώνια ερωτευμένος που θα παραμείνει “Γιωργάκης” κι όταν ακόμη θα έχει σηκώσει στις πλάτες του όλο το βάρος του νεοσύστατου κράτους· έτσι, προς επίρρωσιν της ατολμίας του και της άδολης αγάπης του. Σε τίποτα δεν θα πετύχει ο Γιωργάκης να προστατεύσει την “μπέμπα” του. Κι ούτε που θα το το ζητήσει, δηλαδή, τούτη η σκληροτράχηλη, φαινομενικά, γυναίκα. Το Μαρικάκι θα γίνει Μαρίκα στα χέρια ενός γιαλαντζί, κομπογιαννίτη μάγου, θα γκαστρωθεί, θα μείνει μόνη με το παιδί, θα ερωτευτεί τον πρώτο-μπουζούκι-του-τεκέ Μπάμπη, θα τον χάσει από την πρίμα φωνάρα Ρόζα, θα αποχαιρετήσει τον Γιωργάκη δις, θα βάλει την κόρη της εσωτερική “στις καλόγριες” ελπίζοντας πως θα γλιτώσει από όσα τις περικυκλώνουν. Μέσα στον χαλασμό θα καταφέρει να γίνει πρώτη τραγουδίστρια στο πλευρό του Μπάμπη (ενός “μάγκα” με την αλλοτινή έννοια του όρου· του άνδρα που η τιμή του παζαρεύεται σχεδόν στα πάντα αλλά τα υπόλοιπα παραμένουν αυστηρώς εκτός διαπραγματεύσεων), να επιβιώσει από την γερμανική κατοχή και να βγάλει δίσκο.

Κάπου εκεί η ζωή της θα τσακίσει τη μέση της και θα πάρει στροφή. Η Μαρίκα θα βρεθεί στο Σικάγο, ανέκφραστη στα σεντόνια του πρώην-Χουάν-μάγου, εθισμένη στην ξινίλα των μανταρινιών και της μοναξιάς της. Θα γυρίσει ένα βράδυ στον Πειραιά. Στην αποβάθρα θα την περιμένει ο Γιωργάκης. Τέσσερις φορές στη ζωή της το βλέμμα της θα γεμίσει συναισθήματα. Όταν μεταμορφώνεται από Μαρικάκι σε Μαρίκα στα χέρια του Χουάν, όταν φιτιλιάζεται από τον Μπάμπη, όταν μαθαίνει πως το παιδί της το έχει σκάσει από τις καλόγριες κι όταν επιστρέφει στον Πειραιά. Νομοτελειακά, θα παραδεχτεί στον Γιωργάκη πως φοβόταν. Ο θάνατος θα την βρει λίγο αργότερα. Νέα. Κουρασμένη. Γεμάτη. Κενή. Μία υπέροχη Μάνα Ελλάδα.

Όλα αυτά μας τα διηγείται το σενάριο. Κι όποτε η κουβέντα τρελαίνεται και δεν χωρά την αλήθεια γίνεται στίχος του Γκάτσου, μουσική του Ξαρχάκου, μοντάζ, αρχειακό υλικό και φωτογραφία. Επικήδειος της Ανδριάνας είναι οι εικόνες από την καταστροφή της Σμύρνης και οι στίχοι για την προδοσία μιας μάνας που πουλάει τα παιδιά της στο παζάρι. Η Μαρίκα μοιάζει πιο μικρή κι από όταν κουλουριαζόταν στη γωνιά του κρεβατιού της μπροστά στην επιβλητική φυσιογνωμία του Χουάν. Κι η φωτογραφία, τόσο ανέλπιστα “βαριά” όσο κι ο αέρας στους τεκέδες, μεταφέρει κάθε λεπτό κείνο το βάρος που πρέπει νά 'νιωθαν οι άνθρωποι τότε.

Στην Ελλάδα του '80, την Ελλάδα που μόλις είχε μπαγλαρώσει τους στρατηγούς της και ανακάλυπτε τις μοντέρνες εκφράσεις ενός ιδιόμορφου ευρωπαϊκού μεγαλοϊδεατισμού, το Ρεμπέτικο μοιάζει με απρόσκλητο παλιόφιλο που χτυπάει την πόρτα την ώρα που θες να κοιμηθείς. Γιατί, δέκα χρόνια μετά το Μεγάλο μας Τσίρκο, ο Φέρρης δεν θέλησε απλά να πει την ιστορία μίας ρεμπέτισσας που μεγάλωσε στην Ελλάδα των μεγάλων αναταραχών. Θέλησε να πει την ιστορία από την πλευρά των λαϊκών ανθρώπων που μεγάλωσαν στην Ελλάδα του χαμού και συνάντησαν τον χαμό τους σε αυτήν (πιάνοντας τον μίτο από εκεί που τον άφησε το Τσίρκο δέκα χρόνια πριν). Η μαγκιά του είναι κρυμμένη στο πώς καταφέρνει την ίδια στιγμή που δείχνει τον μεγάλο σπαραγμό να μην περιπέσει σε γελοίους συναισθηματισμούς και μελοδράματα. Ο Φέρρης συνθέτει μια ελεγεία στην Ελληνίδα μάνα όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως την πλάσανε ρομαντικά διηγήματα και προπαγανδιστικές φυλλάδες. Μια μάνα προδομένη. Μια μάνα προδότρια. Μια μάνα ανίκανη να δείξει στοργή. Μια μάνα πνιγμένη στην αγάπη της για τα παιδιά της. Μια μάνα φοβισμένη. Μια μάνα σκληραγωγημένη. Μια Μάνα Ελλάδα που διώχνει τα παιδιά από κοντά της θαρρείς από ανάγκη να τα προστατεύσει από την ίδια.

Και παρ' όλη του την πίκρα, παρ' όλη τη μοναξιά του, ο Φέρρης αποδείχνει πώς κανένας δεν μπορεί να πάψει να αγαπάει τη μάνα του. Ανίκανος να πράξει αλλιώς, κατατροπωμένος από την ειλικρίνεια κάθε βλέμματός της. Στην κηδεία της Μαρίκας ο επικήδειος υψώνεται στα ουράνια από τις χορδές των μπαγλαμάδων και των μπουζουκιών. Από τον τάφο της δίνει την τελευταία της παράσταση -μεγαλειώδης, απελευθερωμένη. Αγκαλιάζοντάς μας για πρώτη φορά, καθησυχάζοντάς μας πως, ό,τι κι αν συμβεί, η ψυχή, κι όχι η ελπίδα, πεθαίνει τελευταία. Ευτυχώς.

Ο θείος Γάκιας κηδεύτηκε μια συννεφιασμένη Κυριακή του Οκτώβρη. Στο καφενείο όλοι θυμόνταν σκηνές από μια ζωή βουτηγμένη στη φτώχεια και τα καπνά. Εγώ τον φανταζόμουν να ίπταται ανάμεσα σε υγρά σύννεφα.

Έρικα Βαραγγούλη

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γαμώτη σου, με πήραν τα ζουμιά βραδιάτικα.
Γράφεις υπέροχα, μαλακισμένο.

Ανώνυμος είπε...

Ρε, αυτός με βρίζει!!

:PPPPPPPPPPPP

Ανώνυμος είπε...

Πολυ καλο κειμενο...
:)

Μια ερωτηση: Εχουμε το ιδιο επωνυμο. Εισαι απο τον Αγιο Ματθαιο;

industrialdaisies είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
erika είπε...

Ανδρέα, μάτια,

σε όλο το internet καταφέραμε να ανταμώσουμε συγχωριανέ; :)