Το κείμενο περιέχει σημαντικές αποκαλύψεις (spoiler) και πρέπει να διαβαστεί μόνο από όσους έχουν ήδη παρακολουθήσει το φιλμ.
Δεν ξέρω αν για κάποιο, άγνωστο σε μένα, λόγο η φετινή χρονιά ευνόησε μια εξομολογητική διάθεση στους μεγάλους σκηνοθέτες της άλλης πλευράς του Ατλαντικού ή αν πρόκειται για μια πανέμορφη σύμπτωση. Τόσο το Public Enemies του Michael Mann, όσο και το Inglourious Basterds του Quentin Tarantino, ταινίες με πολύ κοντινή ημερομηνία εξόδου στις αίθουσες, γνωρίζουν την κορύφωσή τους μέσα σε ένα κινηματογράφο. Αξέχαστα φινάλε αμφότερα, χτίζονται με εξαιρετική φροντίδα από δύο δημιουργούς που επιλέγουν να παίξουν εντός έδρας και να μιλήσουν, πριν από όλα, για τον ίδιο τους τον εαυτό και την ανάγκη που σιγοκαίει χρόνια τώρα μέσα τους και τους οδήγησε στη σκηνοθετική καρέκλα. Όπως γίνεται αντιληπτό, το συγκεκριμένο κείμενο δεν φιλοδοξεί να γίνει μία ακόμα κριτική για το τελευταίο ταραντινικό πόνημα. Δε θα μιλήσω εδώ για την ερμηνεία αναφοράς του Christoph Waltz, για τη επίδειξη βιρτουοζιτέ στην κίνηση της κάμερας από τους Tarantino και Richardson, ούτε καν για την αυθάδεια με την οποία η ταινία οργανώνεται σαν ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα αδιαφορώντας για τους αποδεκτούς κανόνες κινηματογραφικής δομής και αφήγησης.
Θα σταθώ δίπλα από τους δημιουργούς του Inglourious Basterds και θα βροντοφωνάξω μαζί τους την αγάπη μου για το σινεμά. Αν ένα φιλμ θα μπορούσε να επιλεχθεί για να οδηγήσει την έβδομη τέχνη σε μια υποθετική μάχη απέναντι στους επικριτές της, πραγματικά δεν μπορώ να σκεφθώ μια ιδανικότερη υποψηφιότητα. Ο Quentin, σαν ερωτευμένος που δεν γνωρίζει όρια, θα εκθέσει το μεγαλείο του κινηματογράφου και θα φτάσει ακόμα και να μας φέρει ενώπιον σοβαρών και ίσως τρομακτικών σκέψεων, μιλώντας για τη δύναμη του σινεμά να επεμβαίνει στην Ιστορία – ακόμα και την πρόσφατη – ξαναγράφοντάς την. Και αποδεικνύοντας την ευφυΐα του, αλλά και την απρόσμενη ωριμότητά του, θα συγκεντρώσει την ουσία του έργου του σε 2-3 σιωπηλά λεπτά, στριμωγμένα σε δυόμιση ώρες ασταμάτητου μα χορταστικού χαβαλέ.
Η Shosanna (Melanie Laurent) έχει μόλις πυροβολήσει τον Fredrick (Daniel Bruhl). Απ’ το παραθύρι του προβολατζή, θα δει στο πανί τον άνθρωπο που μόλις σκότωσε να υποδύεται τον εαυτό του, σε μια ιστορία ηρωικής επιβίωσης - ένας στρατιώτης απέναντι σε τριακόσιους (η διαιώνιση των μύθων). Ασυναίσθητα, θα στρέψει το κεφάλι της προς τον πεσμένο ηθοποιό/πολεμιστή/άνδρα. Ζωή και σινεμά έρχονται αντιμέτωπα με μία απλή κίνηση των ματιών (βλ. της κάμερας) και το δεύτερο κατατροπώνει τον εχθρό από τον οποίο η πρώτη έχει καταδικαστεί σε αέναη υπόκλιση. Τον Θάνατο. Ή, αν προτιμάτε, το Χρόνο. Και πριν καλά – καλά καταφέρουμε να εκφράσουμε τη συγκίνησή μας για αυτόν τον σπαραχτικό ύμνο στην αθανασία που μόνο ο κινηματογράφος προσφέρει, ο Fredrick δίνει σημάδια ζωής. Οι σφαίρες δεν ήταν ικανές να τον σκοτώσουν, σε αντίθεση με ό,τι πίστεψε προς στιγμήν η Shosanna (και μαζί της εμείς οι θεατές). Θα …αναστηθεί για όσο χρονικό διάστημα θα χρειαστεί προκειμένου να πυροβολήσει αυτός με τη σειρά του, σε ένα ονειρικό slow motion, τη γυναίκα που κατάφερε να τραυματίσει το «Καμάρι του Έθνους». Το σινεμά είναι η τέχνη των απατηλών ψευδαισθήσεων, το μέσο των ονείρων. Είναι αυτό που, μεταξύ άλλων, δήλωνε ο De Palma (είδωλο ο ίδιος του σκηνοθέτη των Μπάστερδων): «24 ψέματα το δευτερόλεπτο» (η άλλη όψη της εξίσου ορθής ρήσης του Godard, «η ζωή 24 φορές το δευτερόλεπτο). Ταυτόχρονα, η επιχείρηση Kino που θα ανατρέψει το Γ’ Ράιχ και που λίγα μέτρα πιο δίπλα, στην κατάμεστη αίθουσα, φτάνει στην κορύφωσή της, στηρίζεται πάνω στη δύναμη του κινηματογράφου να λειτουργεί ως όργανο αφύπνισης. Έτσι απλά, μέσα σε μερικά λεπτά, το πάθος ενός σκηνοθέτη για την Τέχνη του εκρήγνυται σαν το εκτυφλωτικό κόκκινο του φορέματος της Laurent. Και ο Tarantino, το pop είδωλο που κατά πολλούς έγινε πρώτο όνομα φτιάχνοντας ταινίες φλύαρες και κούφιες, ορίζει τους κανόνες: καλεσμένοι είναι μόνο οι αληθινοί λάτρεις του κινηματογράφου. Οι υπόλοιποι ας συνεχίσουν να αναζητούν τον τρόπο με τον οποίο ένα Αμερικανάκι που δεν τελείωσε καν το σχολείο, αλλά υπερ-μορφώθηκε στις σκοτεινές αίθουσες, καταφέρνει να έχει την ίδια απήχηση με το μέσο που υπηρετεί.
Arrivederci κύριοι...
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν ξέρω αν για κάποιο, άγνωστο σε μένα, λόγο η φετινή χρονιά ευνόησε μια εξομολογητική διάθεση στους μεγάλους σκηνοθέτες της άλλης πλευράς του Ατλαντικού ή αν πρόκειται για μια πανέμορφη σύμπτωση. Τόσο το Public Enemies του Michael Mann, όσο και το Inglourious Basterds του Quentin Tarantino, ταινίες με πολύ κοντινή ημερομηνία εξόδου στις αίθουσες, γνωρίζουν την κορύφωσή τους μέσα σε ένα κινηματογράφο. Αξέχαστα φινάλε αμφότερα, χτίζονται με εξαιρετική φροντίδα από δύο δημιουργούς που επιλέγουν να παίξουν εντός έδρας και να μιλήσουν, πριν από όλα, για τον ίδιο τους τον εαυτό και την ανάγκη που σιγοκαίει χρόνια τώρα μέσα τους και τους οδήγησε στη σκηνοθετική καρέκλα. Όπως γίνεται αντιληπτό, το συγκεκριμένο κείμενο δεν φιλοδοξεί να γίνει μία ακόμα κριτική για το τελευταίο ταραντινικό πόνημα. Δε θα μιλήσω εδώ για την ερμηνεία αναφοράς του Christoph Waltz, για τη επίδειξη βιρτουοζιτέ στην κίνηση της κάμερας από τους Tarantino και Richardson, ούτε καν για την αυθάδεια με την οποία η ταινία οργανώνεται σαν ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα αδιαφορώντας για τους αποδεκτούς κανόνες κινηματογραφικής δομής και αφήγησης.
Θα σταθώ δίπλα από τους δημιουργούς του Inglourious Basterds και θα βροντοφωνάξω μαζί τους την αγάπη μου για το σινεμά. Αν ένα φιλμ θα μπορούσε να επιλεχθεί για να οδηγήσει την έβδομη τέχνη σε μια υποθετική μάχη απέναντι στους επικριτές της, πραγματικά δεν μπορώ να σκεφθώ μια ιδανικότερη υποψηφιότητα. Ο Quentin, σαν ερωτευμένος που δεν γνωρίζει όρια, θα εκθέσει το μεγαλείο του κινηματογράφου και θα φτάσει ακόμα και να μας φέρει ενώπιον σοβαρών και ίσως τρομακτικών σκέψεων, μιλώντας για τη δύναμη του σινεμά να επεμβαίνει στην Ιστορία – ακόμα και την πρόσφατη – ξαναγράφοντάς την. Και αποδεικνύοντας την ευφυΐα του, αλλά και την απρόσμενη ωριμότητά του, θα συγκεντρώσει την ουσία του έργου του σε 2-3 σιωπηλά λεπτά, στριμωγμένα σε δυόμιση ώρες ασταμάτητου μα χορταστικού χαβαλέ.
Η Shosanna (Melanie Laurent) έχει μόλις πυροβολήσει τον Fredrick (Daniel Bruhl). Απ’ το παραθύρι του προβολατζή, θα δει στο πανί τον άνθρωπο που μόλις σκότωσε να υποδύεται τον εαυτό του, σε μια ιστορία ηρωικής επιβίωσης - ένας στρατιώτης απέναντι σε τριακόσιους (η διαιώνιση των μύθων). Ασυναίσθητα, θα στρέψει το κεφάλι της προς τον πεσμένο ηθοποιό/πολεμιστή/άνδρα. Ζωή και σινεμά έρχονται αντιμέτωπα με μία απλή κίνηση των ματιών (βλ. της κάμερας) και το δεύτερο κατατροπώνει τον εχθρό από τον οποίο η πρώτη έχει καταδικαστεί σε αέναη υπόκλιση. Τον Θάνατο. Ή, αν προτιμάτε, το Χρόνο. Και πριν καλά – καλά καταφέρουμε να εκφράσουμε τη συγκίνησή μας για αυτόν τον σπαραχτικό ύμνο στην αθανασία που μόνο ο κινηματογράφος προσφέρει, ο Fredrick δίνει σημάδια ζωής. Οι σφαίρες δεν ήταν ικανές να τον σκοτώσουν, σε αντίθεση με ό,τι πίστεψε προς στιγμήν η Shosanna (και μαζί της εμείς οι θεατές). Θα …αναστηθεί για όσο χρονικό διάστημα θα χρειαστεί προκειμένου να πυροβολήσει αυτός με τη σειρά του, σε ένα ονειρικό slow motion, τη γυναίκα που κατάφερε να τραυματίσει το «Καμάρι του Έθνους». Το σινεμά είναι η τέχνη των απατηλών ψευδαισθήσεων, το μέσο των ονείρων. Είναι αυτό που, μεταξύ άλλων, δήλωνε ο De Palma (είδωλο ο ίδιος του σκηνοθέτη των Μπάστερδων): «24 ψέματα το δευτερόλεπτο» (η άλλη όψη της εξίσου ορθής ρήσης του Godard, «η ζωή 24 φορές το δευτερόλεπτο). Ταυτόχρονα, η επιχείρηση Kino που θα ανατρέψει το Γ’ Ράιχ και που λίγα μέτρα πιο δίπλα, στην κατάμεστη αίθουσα, φτάνει στην κορύφωσή της, στηρίζεται πάνω στη δύναμη του κινηματογράφου να λειτουργεί ως όργανο αφύπνισης. Έτσι απλά, μέσα σε μερικά λεπτά, το πάθος ενός σκηνοθέτη για την Τέχνη του εκρήγνυται σαν το εκτυφλωτικό κόκκινο του φορέματος της Laurent. Και ο Tarantino, το pop είδωλο που κατά πολλούς έγινε πρώτο όνομα φτιάχνοντας ταινίες φλύαρες και κούφιες, ορίζει τους κανόνες: καλεσμένοι είναι μόνο οι αληθινοί λάτρεις του κινηματογράφου. Οι υπόλοιποι ας συνεχίσουν να αναζητούν τον τρόπο με τον οποίο ένα Αμερικανάκι που δεν τελείωσε καν το σχολείο, αλλά υπερ-μορφώθηκε στις σκοτεινές αίθουσες, καταφέρνει να έχει την ίδια απήχηση με το μέσο που υπηρετεί.
Arrivederci κύριοι...
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
5 σχόλια:
Το περίμενα από τότε που το πρωτοανέφερες. Αχ πόσα έχουμε να λέμε αν αναλύουμε κάθε σκηνή χωριστά. Και πόσο μάλλον την υπέροχη συγκεκριμένη.
Τα δύο σύμπαντα του Tarantino(realer than life universe και movie movie universe) μπλέκονται μεταξύ τους σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Εδώ οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές δεν είναι σίγουροι αν παίζουν σε ταινία ή όχι. Πρέπει να υποκριθούν ρόλους για να πετύχουν τους σκοπούς του(με αποκορύφωμα τον Landa που αλλάζει...κοστούμια με την ταχύτητα του φωτός). Και την ίδια στιγμή, ο πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός Zoller έχει έναν ρόλο στον οποίο πρέπει να υποδυθεί τον εαυτό του. Το σινεμά γίνεται αληθινότερο της πραγματικότητας.
Το που σταματάει η ζωή και αρχίζει η ταινία είναι συγκεχυμένο. Όπως υπέροχα συγκεχυμένο είναι και στο μυαλό του Tarantino.
Ο θάνατος της Shosanna είναι από τους ποιητικότερους θανάτους που έχουμε δει στο πανί. Και φυσικά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε την ειρωνεία που κρύβει αυτή η σκηνή. Ο Zoller δεν έζησε για να ακούσει το χειροκρότημα(αν και δεν νομίζω ότι τον ενδιέφερε και πολύ). Όμως και η Shosanna δεν έζησε για να δει τη μεγάλη σκηνή της, το αποκορύφωμα της εκδίκησής της...
Εξαιρετικό το σχόλιό σου για την ειρωνεία στους θανάτους του Zoller και τησ Shosanna.
Αυτό που κάνει τους Basterds να ξεχωρίζουν είναι ότι η γνωστή αγάπη του Quentin για το σινεμά και η εμμονή του με τις αναφορές, αυτή τη φορά παιρνούν μέσα στην ίδια την ιστορία και την αφήγησή του και δε στέκονται στη φόρμα, όπως πχ στο Kill Bill.
Ξεχωριστή ανάλυση απαιτεί και ολόκληρη η σκηνή στη ταβέρνα. Στημένο σα θεατρικό μονόπρακτο, συγκεντρώνει τους βασικούς προβληματισμούς όλου του φιλμ. Ίσως το αποτολμήσω.
Πάντως να τονίσω ότι στις επόμενες προβολές της, η ταινία κέρδισε μεγάλο έδαφος και πλέον μπορώ να πω ότι είναι η καλύτερη στιγμή του Tarantino.
Περιμένω με αγωνία αναφορά σε La Louisiane. Ο Ταραντίνο την περιέγραφε από καιρό ως τη δυσκολότερη σκηνή της ταινίας. Εγώ ετοιμάζω κάτι για το πρώτο κεφάλαιο και στη συνέχεια για το τελευταίο.
Συμφωνώ ότι μιλάμε για τον καλύτερο και ωριμότερο Ταραντίνο.
Καλημέρα.
Συμφωνώ απόλυτα (έστω και με τη μία και μοναδική προβολή που είχα την τύχη να παρακολουθήσω) ότι πρόκειται για τον καλύτερο Ταραντίνο και, όπως πολύ σωστά λέει και η Άνι Χολ, τον ωριμότερο. Πολύ σημαντικό. Το κείμενό σου φίλε Αχιλλέα συνοψίζει τις σαφείς για μένα προθέσεις του σπουδαίου αυτού δημιουργού όπως ο ίδιος κατάφερε επιτέλους να βάλει σε μια σειρά και, τιθασεύοντας τις σινεφιλικές του ορμές, να παίξει με την Ιστορία, την Τέχνη αλλά τον Άνθρωπο σαν μικρός Θεός που γνωρίζει τα πάντα και με το απαραίτητο θράσος το δείχνει με κάθε ευκαιρία. Επιπρόσθετα, το φιλμ είναι ξεκαρδιστικό. Όσο σκέφτομαι ότι ο Κουέντιν έχωσε αυτή την προφορά στον Άλντο Ρέην μόνο για να μας τσακίσει από τα γέλια λίγο πριν το φινάλε, αισθάνομαι ότι κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να με μανιπουλάρει τόσο. Ο άνθρωπος είναι σπουδαίος. Πότε θα το ξαναδώ;
Τη La Louisiane την παρεξήγηση στην πρώτη, πρωινή μου προβολή. Τώρα, μπορώ να πω με σιγουριά ότι αποτελεί άψογη άσκηση ρυθμού και χειρισμού του κινηματογραφικού χρόνου, ενώ σε αυτά τα λίγα λεπτά συμπυκνώνονται πολλά από τα βασικά θέματα της ταινίας (παιχνίδι με τις ταυτότητες, η δύναμη της γλώσσας). Πάντως αν έπρεπε να διαλέξω, συμφωνώ ότι το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο είναι τα κορυφαία.
Πάνο,
τι θα έλεγες για σήμερα;
Ας επισημάνουμε και το θράσος/τόλμη του Tarantino (που για μία ακόμα φορά έσωσε οικονομικά τους αδελφούς Weinstein) να μιλήσει για την υποτίμηση του σκηνοθέτη-δημιουργού από το Χόλλυγουντ. Στη Γαλλία σεβόμαστε τους σκηνοθέτες, θα πει η Shosanna. Μου θύμισε την ατάκα του Woody στο φινάλε του Hollywood Ending.
Δημοσίευση σχολίου