Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

DEAD RINGERS (1988)

Εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία των δίδυμων Steven και Cyril Marcus, γυναικολόγων που βρέθηκαν νεκροί στο διαμέρισμά τους και ο θάνατός τους αποδόθηκε σε αυτοκτονία, το Dead Ringers σηματοδοτεί τη σκηνοθετική ωρίμανση του David Cronenberg.

Ο δίδυμοι Elliott και Beverly Mantle, μεγάλωσαν σχεδόν απομονωμένοι. Σπούδασαν μαζί ιατρική και έφτασαν να θεωρούνται οι καλύτεροι γυναικολόγοι της χώρας, με τη διασημότερη κλινική για τη γυναικεία γονιμότητα υπό τη διεύθυνσή τους.
Ο ένας αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα του άλλου – μια προσωπικότητα χωρισμένη στα δύο. Η δημόσια και η ιδιωτική, η εξωστρεφής και η ντροπαλή, η επιφανειακή και η βαθειά, η δυνατή και η αδύναμη, οι αντίθετες πλευρές μίας ενιαίας ύπαρξης τίθενται ενώπιόν μας σε δύο διαφορετικά σώματα. Η ένωσή τους είναι τέλεια (μοιράζονται όλες τις εμπειρίες και τις ιατρικές διακρίσεις) σε σημείο που αρχίζουν να σβήνουν τα μεταξύ τους όρια και δεν μπορούν ούτε οι ίδιοι να διακρίνουν που τελειώνει ο Elliott και που αρχίζει ο Beverly.
Οι ισορροπίες θα κλονιστούν όταν ο δεύτερος θα ερωτευτεί την Claire (η Geneviève Bujold αποτελεί σταθερή πηγή θέρμης για το φιλμ) και θα θελήσει να κρατήσει αυτό το συναίσθημα για τον εαυτό του. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας πρωτοφανούς απόστασης (dis-mantle, σαν λογοπαίγνιο μεταχειριζόμενο την εύστοχη επιλογή του ονόματος) για τα αδέλφια που θα απορρυθμίσει με τραγικό τρόπο τη ζωή τους.

Εν πρώτοις, υπάρχουν όλα τα κλασικά υλικά ενός φιλμ του Cronenberg. Σύμφωνα με τον Καναδό φιλόσοφο /σκηνοθέτη, το σώμα είναι το πιο υποτιμημένο στοιχείο της ύπαρξής μας. Ο σωματικός τρόμος, που έφτασε να χαρακτηρίζει τις δημιουργίες του, αποτελεί την πιο έκδηλη έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας που διακατέχει τους ήρωές του. Ακόμα και αν απλώς εκμεταλλεύτηκε τα πραγματικά περιστατικά, δεν είναι τυχαίο το επάγγελμα του γυναικολόγου και οι σχετιζόμενες με την μητρότητα έρευνες των Mantle. Πρόκειται για την αρχή της (σωματικής) μας υπάρξεως∙ εδώ μπορούμε να θυμηθούμε το The Brood (1979) και την περίφημη σκηνή της «γέννας» για να παρατηρήσουμε την συνέχεια στον προβληματισμό του Cronenberg.
Ταυτόχρονα, το επάγγελμα των ηρώων λειτουργεί και ως καθρέφτης της αρσενικής αγωνίας σε ζητήματα σεξουαλικά – άλλο ένα βασικό θέμα της ταινίας. Στην εναρκτήρια σκηνή, ο Beverly και ο Elliott σε νεαρή ηλικία, εκφράζουν τις πρώϊμες ανησυχίες τους για την σωματική επαφή με το άλλο φύλο.


Τελικά, όμως, το Dead Ringers είναι μία ερωτική ιστορία με πρωταγωνιστές τα δύο αδέλφια. Οι ομοφυλοφιλικοί υπαινιγμοί (προσέξτε ιδιαίτερα τη σκηνή του χορού μέσα στο διαμέρισμα) και το συνεπακόλουθο ζήτημα της αιμομιξίας, μοιάζουν απλά παρεπόμενα του πραγματικού θέματος: το βασανιστικό οξύμωρο της ταυτόχρονης επιθυμίας μας για ένωση με τον Άλλον και, ταυτόχρονα, για απαλλαγή από το βάρος της ανάγκης μας γι’ αυτόν. Ακόμα και αν φαινομενικά αυτή η ένωση είναι τέλεια (δεν υπάρχει καμία «εξωτερική» διαφορά για τους δυο πόλους του ζευγαριού της ταινίας), η καταστρεπτική έλλειψη κατανόησης φανερώνεται όταν παραβιάζονται τα όρια της προσωπικής ταυτότητας του καθενός, που είναι διακριτά και άσχετα από την εξωτερική εμφάνιση. Άλλωστε, ούτε το επάγγελμα της Claire είναι τυχαίο – σαν ηθοποιός μπορεί να αλλάζει ταυτότητες, να φοράει πολλά διαφορετικά προσωπεία, διατηρώντας ωστόσο τα ίδια εξωτερικά χαρακτηριστικά.

Μέσα σε μια ατμόσφαιρα κλινική, αποστειρωμένη από σκηνές μελοδραματικές, ο Cronenberg δημιουργεί μια συγκινητική ταινία, σε ορισμένες στιγμές (με τον γνωστό του τρόπο) μακάβρια, αλλά πάντοτε συναισθηματικά πλημμυρισμένη. Και εδώ ακριβώς κρύβεται η μαγεία της σκηνοθεσίας του, στο αόρατο εκείνο άγγιγμα που, δίχως να το περιμένεις, φτάνει μέχρι την καρδιά σου. Παράλληλα, το φιλμ ευλογείται από την εκπληκτική «διπλή» ερμηνεία του Jeremy Irons (θυμηθείτε και το αντίστοιχο επίτευγμα της Miranda Richardson στο πιο πρόσφατο Spider του Καναδού): Καταφέρνει να πλάσει δύο διαφορετικούς χαρακτήρες, οι οποίοι όμως συγκλίνουν επικίνδυνα καθώς προχωράει η ώρα. Ενδεικτικό είναι ότι στην αρχή μπορούμε να ξεχωρίσουμε σχεδόν με την πρώτη ματιά τον Elliott από τον Beverly, παρόλο που ερμηνεύονται από τον ίδιο άνθρωπο, ευχέρεια όμως που χάνουμε ολοκληρωτικά στην πορεία – μέχρι και την οριστική, βίαιη ένωσή τους που εικονογραφείται στο πανέμορφο τελευταίο κάδρο – αναφορά στην Pieta του Michelangelo.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τι απίστευτη ταινία!
Εκπληκτικό παιχνίδι με την ταύτιση, την προσωπικότητα, το σώμα, την έλλειψη.

"Οι ομοφυλοφιλικοί υπαινιγμοί (προσέξτε ιδιαίτερα τη σκηνή του χορού μέσα στο διαμέρισμα) και το συνεπακόλουθο ζήτημα της αιμομιξίας"
Στα πλαίσια της ταινίας ακόμα κι αυτό μετακυλά σε ένα παράδοξο είδος αυτοερωτισμού. Δεν είναι το Εγώ και ο Άλλος, είναι το Εγώ με το Εγώ, σε μια έλξη που μαρτυρά την πρωτόγνωρη απομόνωση αυτού του ανθρώπου που τυχαίνει να είναι... δύο.

theachilles είπε...

Πολύ σωστή επισήμανση. Τόσο η ομοφυλοφιλία όσο και η αιμομιξία που θα μπορούσε κάποιος να εντοπίσει στην ιστορία των Mantle, συμβάλλουν στη στροφή προς τα μέσα που επιχειρεί η αφήγηση και εντείνουν την μοναξιά του ανθρώπου που μοιάζει καταδικασμένος να κλειστεί στον εαυτό του.

Υπάρχει σίγουρα ερωτισμός εδώ, αλλά είναι διαποτισμένος από μια συντριπτική απελπισία υπαρξιακής προέλευσης.