Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

FLASHBACKS OF A FOOL (2008)


Το Flashbacks of a Fool ήταν εξ’ αρχής καταδικασμένο να χαντακωθεί στον ημερήσιο Τύπο. Η (φαινομενική) απλοϊκότητα του (ούτε καν απλότητα) στην παράθεση των γεγονότων απέχει πολύ απ' το ελάχιστο της αφηγηματικής συνοχής που μπορεί να αντέξει ο μέσος Βρετανός κριτικός (πόσo μάλλον ο Έλληνας…). Ίσως η καλύτερη απάντηση στο φλεγματικό "Nothing really happens", που ξεστομίζει ως ολοκληρωμένη κριτική άποψη ο David Edwards της Mirror, είναι ένα "It just happens all the time".

Αντίθετα με όσα περιμένει κανείς από ένα σενάριο που στο ξεκίνημά του μοιάζει με σάτιρα - και στα μέσα και τα έξω - του Hollywood, δεν υπάρχει τίποτα "extraordinaire" στις τύψεις του Daniel Craig. Το flashback που ξεκινάει με κάτι σαν απόπειρα αυτοκτονίας δεν διευκρινίζεται ποτέ αν παρουσιάζει τα πραγματικά γεγονότα ή την προσωπική εκδοχή του πρωταγωνιστή. Για την ακρίβεια, αφήνεται να εννοηθεί ότι όσα εκτυλίσσονται στο δεύτερο μέρος του φιλμ είναι η τωρινή πραγματικότητα και όχι αναμνήσεις (μιας και σε πολλές περιπτώσεις ο χαρακτήρας του Craig είναι απών). Υπάρχει όμως μια υπόνοια στον τίτλο και μια εντελώς διαφορετική αίσθηση που προκύπτει από την άνιση κατανομή του κινηματογραφικού χρόνου μεταξύ ασήμαντων περιστατικών. Δημιουργείται, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται, η εντύπωση ενός επιθανάτιου οράματος, εντύπωση απολύτως αρμοστή αν αναλογιστούμε την απόπειρα που προηγείται.

Όποια απ' τις δύο περιπτώσεις που ακολουθούν κι αν δεχτούμε (εγώ στέκομαι στην δεύτερη) είναι σαφές ότι το γεγονός που υποκινεί τη δράση είναι ο θάνατος του παιδικού φίλου κι όχι η επαγγελματική αποτυχία. Έτσι η επιστροφή στα παιδικά χρόνια του σταρ αλλάζει εντελώς το ύφος της ταινίας. Η ράθυμη διάθεση του παραθαλάσσιου τοπίου αντικαθιστά το hangover της επίσης παραθαλάσσιας βίλας (η θάλασσα στην οποία «καταφεύγει» ο ήρωας είναι ο μοναδικός συνδετικός κρίκος με το παρελθόν του).
Το να περιγράψεις την βόμβα που θα σκάσει (κυριολεκτώ), ως «βραδυφλεγή», είναι εκ των πραγμάτων περιοριστικό: Οι νεανικοί έρωτες, είτε glam ερωτικά σκιρτήματα, είτε ξεπέτες με την παντρεμένη γειτόνισσα, διακόπτονται βίαια από ένα τραγικό γεγονός κι η θαλάσσια νάρκη πυροδοτεί τις τύψεις που απομάκρυνουν τον Joe Scott απ' το στάσιμο περιβάλλον στο οποίο σπαταλά την εφηβεία του. Όταν τον ξαναβρίσκουμε είναι πάλι ο σταρ, ο κύκλος όμως παραμένει ανολοκλήρωτος…
Κι αυτό γιατί δεν έχουν απαντηθεί τα ασήμαντα. Ή τουλάχιστον αυτά που προσπερνάς ως ασήμαντα. Όπως η 15λεπτη περίπου σκηνή στο σπίτι της νεαρής Ruth με το μακιγιάζ, τον Bowie και, πάνω απ' όλους, τον Bryan Ferry. O ήρωας στο flashback επέμεινε σ' αυτή. Οι περίοικοι στο παραλιακό χωριό (εκτός της υπερήλικης κυράτσας), το τοπίο, το σεξ, η λεσβία μητέρα, ακόμη και ο παιδικός φίλος που με τον θάνατό του μας οδηγεί εκεί, παρουσιάζονται με μια αποπροσανατολιστική ασάφεια. Λες και όλα είναι θολά στις αναμνήσεις του Joe εκτός από Εκείνη. Τα πάντα, όμως, σχετικά με την Ruth είναι σκηνοθετημένα με φοβερή ακρίβεια. Γιατί, πολύ απλά, αυτή η νύχτα που πέρασαν μαζί είναι ο ροδανθός. Γιατί τα πάντα ξεκίνησαν με δύο παιδιά να χοροπηδούν ακούγοντας το If There's Something και η επιστροφή γίνεται για να συμφιλιωθεί ακριβώς μ' αυτές τις στιγμές που προσπέρασε.

Κι αφού ξεστόμισα, παρασυρόμενος απ' την απομυθοποιητική διεργασία, το τελικό ζητούμενο, ιδού η λύση του παράδοξου τούτου φιλμ: Η σκηνή που αναφέρθηκε είναι το κλειδί, από 'κεί και πέρα υπάρχουν διάσπαρτα στοιχεία στην ταινία που επιβεβαιώνουν την βασική υποψία: Το If there's Something δεν είναι το 5ο-6ο ή 1013ο track στο CD της ταινίας - είναι τα πάντα! Είναι η αρχή, είναι η μέση, είναι το τέλος όπως επιβεβαιώνεται με ένα στίχο γραμμένο πάνω σε μία επιταγή λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι. Είναι η δομή αφού τα τρία μέρη του τραγουδιού εξομοιώνονται απ' τα τρία μέρη στα οποία τεμαχίζει ο Baillie Walsh το φιλμ του (το πρώτο ειρωνικό, το δεύτερο ρομαντική τραγωδία και το τρίτο νοσταλγικό, εμπεριέχοντας τη λύτρωση). Είναι η γενεσιουργός έμπνευση του Flashbacks of a Fool, το οποίο, ακολουθώντας πονηρά τοποθετημένα plot points και κάνοντας την απαραίτητη αναγωγή στους στίχους, αποδεικνύεται μια αχαλίνωτη απόδοση του τραγουδιού των Roxy Music στο πανί. Μπορεί και να λαθεύω, αλλά νομίζω ότι ο Walsh σπάει πρώτος εδώ την κουρασμένη αποκλειστικότητα του Gainsbourgh.

Θοδωρής Καραμανώλης

1 σχόλιο:

theachilles είπε...

Είναι αλήθεια ότι μετά από επανειλημμένες ακροάσεις αυτής της ...κομματάρας, μπορώ να πω ότι κατανοώ απόλυτα αυτό που υποστηρίζεις στο κείμενό σου και μου επισήμανες από την πρώτη στιγμή που είδαμε την ταινία. Μια αριστοτεχνική άσκηση διακειμενικότητας, όπου ένα τραγούδι αποτελεί, όχι μόνο την αφορμή, αλλά και την κατευθυντήρια γραμμή για μία ταινία.

Σε μια προσπάθεια να εμφανιστεί μιας κάποιας μορφής συνοχή στα δρώμενα, ο σκηνοθέτης επικαλείται ένα μοντάζ συνειρμικό που ομολογώ πως δεν με έπεισε με την αποτελεσματικότητά του. Η τολμηρή του απόφαση να παραθέσει το πρώτο μέρος της ιστορίας του ενήλικα Craig σαν μια μικρού μήκους εισαγωγή και η απότομη αλλαγή ύφους για το δεύτερο - και μεγαλύτερο - μέρος μέχρι να ξαναβρούμε τον Daniel, κάπου σκαλώνει και αφήνηει μια ατυχή αίσθηση αβεβαιότητας. Ωστόσο, χίλιες φορές να βλέπουμε έναν νέο σκηνοθέτη με τολμηρές επιλογές και νέες ιδέες, παρά μια μέση και συμβατική λύση που δεδομένης της ιστορίας και των όχι και τόσο καλών ερμηνειών μάλλον θα κατέληγε άνευρη.