Όταν πρωτοείδε το “Key Largo” του γεννήθηκε η επιθυμία να ταξιδέψει κάποτε στα μέρη που γυρίστηκε. Μεγαλώνοντας, έμαθε ότι τα γυρίσματα είχαν γίνει στα στούντιο της Warner στο Χόλιγουντ. Ότι ούτε καν ένα second unit δεν είχε σταλθεί επί τόπου και ότι τα πλάνα της καταιγίδας είχαν παρθεί από το αρχείο της εταιρίας. Αποφάσισε λοιπόν απλά να ξαναδεί την ταινία...
Κι Λάργκο λοιπόν. Το βορειότερο από τα «Κλειδιά», τα νησάκια που τεντώνουν λίγο τη Φλόριντα προς τη μεριά της Κούβας. Συνδέεται με την ενδοχώρα μέσω ενός στενού ασφαλτόδρομου που διασχίζει τη θάλασσα. Όταν όμως ξεσπούν οι, συχνές σε αυτούς τους τόπους, θύελλες, είναι αδύνατο σε κάποιον να φτάσει και -το σημαντικότερο- να φύγει από εκεί.
Ενώ λοιπόν τα βαρομετρικά συγκλίνουν προς τα Keys, ο κουρασμένος τυχοδιώκτης Φρανκ ΜακΛάουντ πατάει το πόδι στο νησί, με σκοπό να επισκεφτεί τον πατέρα και τη χήρα ενός πεσόντα συστρατιώτη του, οι οποίοι διατηρούν ξενοδοχείο. Ο χρόνος της επίσκεψης δεν είναι και ο καλύτερος. Η τουριστική σεζόν έχει παρέλθει, η ζέστη είναι αφόρητη και στο ξενοδοχείο έχει εγκατασταθεί ο διαβόητος γκάνγκστερ Τζόνι Ρόκο, μαζί με τη συμμορία του. Ο Ρόκο, έφτασε στο νησί από την Κούβα, όπου και σκοπεύει να επιστρέψει, αφού παραδώσει το παράνομο φορτίο του.
Στην αρχή Ρόκο ακούμε και Ρόκο δε βλέπουμε. Όσο τα παλικάρια του σκοτώνουν την ώρα τους στο σαλόνι, παρέα με την ερωμένη του αφεντικού τους -μια ξεπεσμένη τραγουδίστρια που καταπίνει τις ταπεινώσεις με τους ίδιους ρυθμούς που αδειάζει τις προμήθειες του μπαρ- εκείνος παραμένει αθέατος πίσω από την πόρτα του δωματίου 11. Την ίδια στιγμή, η επίσκεψη του ΜακΛάουντ στους συγγενείς του μακαρίτη θυμίζει μνημόσυνο, ενώ η αμοιβαία έλξη που δημιουργείται μεταξύ αυτού και της όμορφης χήρας, μοιάζει να μην έχει μέλλον. Όταν, επιτέλους, ο «ένοικος» του δωματίου 11 εμφανίζεται –και μάλιστα μέσα στη μπανιέρα- οι μάσκες έχουν ήδη πέσει και οι θετικοί ήρωες, βρίσκονται πλέον σε ομηρία.
Ιδού λοιπόν ο Έντουαρντ Ρόμπινσον. Ο άρχοντας των crime movies. O μικρόσωμος Εβραίος με τα σακουλιασμένα μάτια, ο οποίος το 1931, υποδυόμενος τον Ρίκο Μπαντέλο στο «Μικρό Καίσαρα», έπλασε μια και καλή το καλούπι που θα έβγαζε όλους σχεδόν τους μεταγενέστερους κινηματογραφικούς γκάνγκστερ. Ο Ρόμπινσον στάθηκε στις επάλξεις για μια ολόκληρη δεκαετία μέχρι που το είδος έσβησε, μέσα στις νέες μόδες που γέννησε ο πόλεμος. Η επιστροφή του λοιπόν, στο μεταπολεμικό πια σινεμά, σε μια εποχή που το οργανωμένο έγκλημα σήκωνε ξανά κεφάλι, είχε οπωσδήποτε τη δική του σημασία.
Σύντομα, ΜακΛάουντ και Ρόκο θα βρεθούν αντιμέτωποι. Ο κυνισμός του πρώτου θα εκληφθεί αρχικά ως δειλία. Ο ΜακΛάουντ όμως μόνο δειλός δεν είναι. Η στάση του είναι απόρροια της απογοήτευσης που, όμοια με όλους τους βετεράνους, νιώθει, βλέποντας το όνειρο μιας υγιούς μεταπολεμικής κοινωνίας να παραμένει ανεκπλήρωτο. Και ενώ στη χώρα οι γκάνγκστερ έχουν πάρει ξανά το πάνω χέρι και η διαφθορά έχει διαβρώσει τα πάντα, η κυβέρνηση ασχολείται με την πάταξη κάθε αντίθετης φωνής.
«Κομουνιστής είμαι και μου φέρονται έτσι;» αναρωτιέται κάποια στιγμή ο Ρόκο. (Να σημειωθεί ότι ο Ρόμπινσον υπήρξε θύμα της αντικομουνιστικής υστερίας την εποχή της μακαρθικής Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών.)
Καθώς λοιπόν ο τυφώνας χτυπά το Κι Λάργκο, ο πραγματικός χαρακτήρας του καθενός βγαίνει στην επιφάνεια. Ο φοβερός Τζόνι Ρόκο αποδεικνύεται θρασύδειλο ανθρωπάκι, αντίθετα από τον Φρανκ ΜακΛάουντ, ο οποίος γίνεται σιγά-σιγά κύριος της κατάστασης. Ρισκάρει για να σώσει τους υπόλοιπους και προχωρά με ψηλά το κεφάλι για την τελική σκηνή, τη μόνη πραγματική σκηνή δράσης που υπάρχει στην ταινία και που λαμβάνει χώρα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Φλόριντα και Αβάνας.
Στην αναμέτρηση μεταξύ ΜακΛάουντ και Ρόκο, νικητής βγαίνει ο πρώτος. Ο Ρόμπινσον όμως παίρνει τη ρεβάνς και νικά στα σημεία. Εκεί που ο Μπόγκαρντ κοπιάρει με ακρίβεια την ερμηνεία του της «Καζαμπλάνκα», εκείνος ακροβατεί μεταξύ ρεαλισμού και καρικατούρας και, τεντώνοντας στα άκρα τη δική του μανιέρα, μας αφήνει μια ακόμη αξεπέραστη εικόνα κακού.
Υπάρχει βέβαια και ο παράγοντας Χιούστον που με την ενορχήστρωσή του σε αυτό το φιλμ δωματίου, κάνει την υγρασία να κολλάει πάνω σου, την κλεισούρα του εγκλωβισμού να σε πιάνει από το λαιμό και την καταπιεσμένη επιθυμία για τη χήρα του νεκρού πολεμιστή –και αντίστροφα, για τον τελευταίο φίλο του χαμένου συζύγου- να σου σφίγγει το στομάχι.
Και τέλος, μια που μιλάμε για καταπιεσμένες επιθυμίες, υπάρχει και ένας Φρόϊντ. Αυστριακός και αυτός, αλλά Καρλ. Διευθυντής φωτογραφίας. Φώτισε το «Τελευταίο Γέλιο» του Μουρνάου, τη «Μητρόπολη» του Λανγκ, το «Δράκουλα» του Μπράουνινγκ... Φώτισε και το “Key Largo”. Φώτιζε βέβαια για χρόνια και τη «Λούσι» (έτσι μαθαίνουμε στο imdb), ενώ ήταν και ένας από τους εισηγητές του τηλεοπτικού τρικάμερου. Γιατί όχι; It's just a job after all (...που λέγαμε μερικά ποστ πιο πίσω). Ναι, μα τι δουλειά, Χερ Φρόϊντ!
Κι Λάργκο λοιπόν. Το βορειότερο από τα «Κλειδιά», τα νησάκια που τεντώνουν λίγο τη Φλόριντα προς τη μεριά της Κούβας. Συνδέεται με την ενδοχώρα μέσω ενός στενού ασφαλτόδρομου που διασχίζει τη θάλασσα. Όταν όμως ξεσπούν οι, συχνές σε αυτούς τους τόπους, θύελλες, είναι αδύνατο σε κάποιον να φτάσει και -το σημαντικότερο- να φύγει από εκεί.
Ενώ λοιπόν τα βαρομετρικά συγκλίνουν προς τα Keys, ο κουρασμένος τυχοδιώκτης Φρανκ ΜακΛάουντ πατάει το πόδι στο νησί, με σκοπό να επισκεφτεί τον πατέρα και τη χήρα ενός πεσόντα συστρατιώτη του, οι οποίοι διατηρούν ξενοδοχείο. Ο χρόνος της επίσκεψης δεν είναι και ο καλύτερος. Η τουριστική σεζόν έχει παρέλθει, η ζέστη είναι αφόρητη και στο ξενοδοχείο έχει εγκατασταθεί ο διαβόητος γκάνγκστερ Τζόνι Ρόκο, μαζί με τη συμμορία του. Ο Ρόκο, έφτασε στο νησί από την Κούβα, όπου και σκοπεύει να επιστρέψει, αφού παραδώσει το παράνομο φορτίο του.
Στην αρχή Ρόκο ακούμε και Ρόκο δε βλέπουμε. Όσο τα παλικάρια του σκοτώνουν την ώρα τους στο σαλόνι, παρέα με την ερωμένη του αφεντικού τους -μια ξεπεσμένη τραγουδίστρια που καταπίνει τις ταπεινώσεις με τους ίδιους ρυθμούς που αδειάζει τις προμήθειες του μπαρ- εκείνος παραμένει αθέατος πίσω από την πόρτα του δωματίου 11. Την ίδια στιγμή, η επίσκεψη του ΜακΛάουντ στους συγγενείς του μακαρίτη θυμίζει μνημόσυνο, ενώ η αμοιβαία έλξη που δημιουργείται μεταξύ αυτού και της όμορφης χήρας, μοιάζει να μην έχει μέλλον. Όταν, επιτέλους, ο «ένοικος» του δωματίου 11 εμφανίζεται –και μάλιστα μέσα στη μπανιέρα- οι μάσκες έχουν ήδη πέσει και οι θετικοί ήρωες, βρίσκονται πλέον σε ομηρία.
Ιδού λοιπόν ο Έντουαρντ Ρόμπινσον. Ο άρχοντας των crime movies. O μικρόσωμος Εβραίος με τα σακουλιασμένα μάτια, ο οποίος το 1931, υποδυόμενος τον Ρίκο Μπαντέλο στο «Μικρό Καίσαρα», έπλασε μια και καλή το καλούπι που θα έβγαζε όλους σχεδόν τους μεταγενέστερους κινηματογραφικούς γκάνγκστερ. Ο Ρόμπινσον στάθηκε στις επάλξεις για μια ολόκληρη δεκαετία μέχρι που το είδος έσβησε, μέσα στις νέες μόδες που γέννησε ο πόλεμος. Η επιστροφή του λοιπόν, στο μεταπολεμικό πια σινεμά, σε μια εποχή που το οργανωμένο έγκλημα σήκωνε ξανά κεφάλι, είχε οπωσδήποτε τη δική του σημασία.
Σύντομα, ΜακΛάουντ και Ρόκο θα βρεθούν αντιμέτωποι. Ο κυνισμός του πρώτου θα εκληφθεί αρχικά ως δειλία. Ο ΜακΛάουντ όμως μόνο δειλός δεν είναι. Η στάση του είναι απόρροια της απογοήτευσης που, όμοια με όλους τους βετεράνους, νιώθει, βλέποντας το όνειρο μιας υγιούς μεταπολεμικής κοινωνίας να παραμένει ανεκπλήρωτο. Και ενώ στη χώρα οι γκάνγκστερ έχουν πάρει ξανά το πάνω χέρι και η διαφθορά έχει διαβρώσει τα πάντα, η κυβέρνηση ασχολείται με την πάταξη κάθε αντίθετης φωνής.
«Κομουνιστής είμαι και μου φέρονται έτσι;» αναρωτιέται κάποια στιγμή ο Ρόκο. (Να σημειωθεί ότι ο Ρόμπινσον υπήρξε θύμα της αντικομουνιστικής υστερίας την εποχή της μακαρθικής Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών.)
Καθώς λοιπόν ο τυφώνας χτυπά το Κι Λάργκο, ο πραγματικός χαρακτήρας του καθενός βγαίνει στην επιφάνεια. Ο φοβερός Τζόνι Ρόκο αποδεικνύεται θρασύδειλο ανθρωπάκι, αντίθετα από τον Φρανκ ΜακΛάουντ, ο οποίος γίνεται σιγά-σιγά κύριος της κατάστασης. Ρισκάρει για να σώσει τους υπόλοιπους και προχωρά με ψηλά το κεφάλι για την τελική σκηνή, τη μόνη πραγματική σκηνή δράσης που υπάρχει στην ταινία και που λαμβάνει χώρα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Φλόριντα και Αβάνας.
Στην αναμέτρηση μεταξύ ΜακΛάουντ και Ρόκο, νικητής βγαίνει ο πρώτος. Ο Ρόμπινσον όμως παίρνει τη ρεβάνς και νικά στα σημεία. Εκεί που ο Μπόγκαρντ κοπιάρει με ακρίβεια την ερμηνεία του της «Καζαμπλάνκα», εκείνος ακροβατεί μεταξύ ρεαλισμού και καρικατούρας και, τεντώνοντας στα άκρα τη δική του μανιέρα, μας αφήνει μια ακόμη αξεπέραστη εικόνα κακού.
Υπάρχει βέβαια και ο παράγοντας Χιούστον που με την ενορχήστρωσή του σε αυτό το φιλμ δωματίου, κάνει την υγρασία να κολλάει πάνω σου, την κλεισούρα του εγκλωβισμού να σε πιάνει από το λαιμό και την καταπιεσμένη επιθυμία για τη χήρα του νεκρού πολεμιστή –και αντίστροφα, για τον τελευταίο φίλο του χαμένου συζύγου- να σου σφίγγει το στομάχι.
Και τέλος, μια που μιλάμε για καταπιεσμένες επιθυμίες, υπάρχει και ένας Φρόϊντ. Αυστριακός και αυτός, αλλά Καρλ. Διευθυντής φωτογραφίας. Φώτισε το «Τελευταίο Γέλιο» του Μουρνάου, τη «Μητρόπολη» του Λανγκ, το «Δράκουλα» του Μπράουνινγκ... Φώτισε και το “Key Largo”. Φώτιζε βέβαια για χρόνια και τη «Λούσι» (έτσι μαθαίνουμε στο imdb), ενώ ήταν και ένας από τους εισηγητές του τηλεοπτικού τρικάμερου. Γιατί όχι; It's just a job after all (...που λέγαμε μερικά ποστ πιο πίσω). Ναι, μα τι δουλειά, Χερ Φρόϊντ!
Γιώργος Παναγιωτάκης
2 σχόλια:
Είμαι ακριβώς εκεί που η πρώτη σου παράγραφος αφηγείται.
Και το Largo είναι μια από κείνες τις ταινίες, τις αριθμημένα επίλεκτες, που μου γκρέμισε το περίφημο suspension of disbelief. Μέρη όπως τούτο υπάρχουν για μένα, τα συναντώ κάθε φορά που ένα ίχνος τους απαντάται στην "αληθινή" ζωή.
Όσες φορές κι αν το είδα έκτοτε, αυτό το περιστοιχισμένο ξενοδοχείο, της σιωπής, των ανεμιστήρων και της θύελλας, ήταν πια ένα γνώριμο μέρος που είχα επισκεφθεί κάποτε.
Thanks for the memory, sir...
Κι εγώ κάπου στην πρώτη παράγραφο είμαι αλλά χώνομαι σύντομα στα ενδότερα. Μαντέψτε τι με κάνατε να νοικιάσω σήμερα απ' το τιμημένο APOS..;
Δημοσίευση σχολίου