Ας συστηθούμε όπως επιβάλλει η καθωσπρέπει ανατροφή μας. Στο κείμενο που ακολουθεί πρωταγωνιστές είναι ο Σαΐντ, ο Βινς και ο Υμπέρ. Για τους συμπολίτες τους είναι αντίστοιχα ο Άραβας, ο Εβραίος και ο Νέγρος. Η ιστορία τους διαδραματίζεται στο Παρίσι το 1995. Ή μήπως όχι;...
Είμαι σίγουρη, αν και τότε διάβαζα με μανία επιθεωρήσεις γαστρεντερολογίας και Ρόαλντ Νταλ, πως και το 1995 οι τουριστικοί οδηγοί των Παρισίων ξεχείλιζαν από φωτογραφίες γαλλικών γλωσσόφιλων στην Place de la Concorde, χαμογελαστών μίκηδων στην Eurodisney και μποέμ καλλιτεχνών τσουχτερού αντιτίμου στην Μονμάρτη. Τα προάστια των μεταναστών, καθότι ποτέ δεν γέμισαν τους δρόμους τους με σουβενίρ και μπρελόκ-πύργους του Άιφελ, δεν πρωταγωνίστησαν ποτέ στις σελίδες τους. Γιατί, για τους γνήσιους απόγονους του μπάσταρδου Ναπολέοντα, οι μετανάστες παρουσιάζουν μία μοναδική ιδιότητα στο πέρασμα των δεκαετιών. Παραμένουν “ξένοι”. Η εκδίκηση του Καμύ αρχίζει να λαμβάνει μία διεστραμμένη διάσταση στους δρόμους του Παρισιού. Ο γαλλικός χρόνος είναι μία κρυμμένη ωρολογιακή βόμβα που μετράει αντίστροφα την έκρηξή της. Στις 10:38 μίας ημέρας του 1995 ο Κασοβίτς την ανακαλύπτει.
Μας παίρνει, λοιπόν, μαζί του. Σκοπός του δεν είναι ούτε να την απενεργοποιήσει ούτε να εξασφαλίσει την έκρηξή της. Ο Κασοβίτς επιδίδεται σε μία πρωτόγνωρη λειτουργία. Θέλει πάση θυσία να μας δείξει πώς και από τι είναι φτιαγμένη μία τέτοια βόμβα. Για να μας αφήσει στο τέλος ελεύθερους να προσευχόμαστε την απενεργοποίησή της ή την έκρηξή της. Ρατσιστική πυρίτιδα, ωρολογιακός μηχανισμός φτώχειας και πυροκροτητής μπόλικης ασφαλίτικης βίας. Τα υλικά, λίγο πολύ αναμενόμενα. Και τώρα η διαδικασία κατασκευής της.
Οι τρεις απόκληροι επιβιβάζονται στο μεταμοντέρνο “λεωφορείον το Μίσος”. Με εισιτήριο το νεανικό bullying και με υπερχειλίζον τουπέ γαλλικού προαστίου ο Σαΐντ, ο Βινς και ο Υμπέρ στην αρχή εδραιώνουν τη διαφορά τους από τον γλυκανάλατο ευπατρίδη συμπολίτη τους. Σύντομα ανυψώνονται πάνω από την διαφορετικότητά τους· ανάγονται σε αρχέτυπα. Ο Σαΐντ είναι το αουτσάιντερ της παρέας, ο καχεκτικός αστειάτορας που προσπαθεί περισσότερο από όλους να αποδείξει την μαγκιά του, ο αδικημένος κι από τη φύση ακόμη που πρέπει να προσπαθήσει περισσότερο από τον καθένα για να γίνει αποδεκτός. Ένας Τζαννετάκος της Cité. Ο Βινς είναι η σύγχρονη γαλλική εκδοχή του Travis Bickle. Φανερά όταν προβάρει το “talkin' to me?” στον καθρέφτη του, υπαινικτικά όταν δεν προσπαθεί να εξασκηθεί με το όπλο που σαν θείο δώρο ήρθε στα χέρια του, σαρδόνια όταν σε κανένα σημείο της ταινίας δεν καταστρώνει συνειδητά το σχέδιο εκδίκησης παρά αφήνεται στην τύχη του ετοιμοθάνατου Αμπντέλ να αποφασίσει γι’ αυτόν, τραγικά όταν υπαναχωρεί και δέχεται τη φονική σύγχρονη εκδοχή της αστυνομοκρατούμενης κοινωνίας. Και ο Υμπέρ· ο σωματώδης, έγχρωμος μποξέρ ο οποίος έχει νιώσει πιότερο την αδικία και την καταστροφική της επίδραση στη ζωή του βλέποντας το γυμναστήριό του κατεστραμμένο για μία ακόμη φορά και την οικογένειά του διαμελισμένη. Ο Υμπέρ που στον αντίποδα όλων αυτών ισορροπεί αξιοθαύμαστα ανάμεσα στην παρακατιανή θέση του και την ορθολογική ματιά του. Ένας ευγενής στα αλώνια.
Ο Κασοβίτς είτε περιφέρει δυναμιτιστικά την τριανδρία του στα σαλόνια της παριζιάνικης εστέτ ή παρουσιάζει τα αποτελέσματα του σαφάρι των καλοβολεμένων αστών στην αγριάδα των προαστίων. Σύνορο των δύο κόσμων, το μετρό. Συνδετικός κρίκος, η αγριάδα. Μόνο που ο θεατής απομένει να αναρωτιέται ποια μεριά είναι η αγριότερη. Είναι τάχατες η μεριά του κρακ και της ανεργίας, των φτηνών χοτ-ντογκ σε ταράτσες και των μαχαιριών στις τσέπες, της υπερέκκρισης αδρεναλίνης και των 5 επί 5 διαμερισμάτων; Ή μήπως είναι η άλλη, η μεριά που όλα εξαγοράζονται (η αφίσα που “διακορεύει” ο Σαΐντ το λέει ξεκάθαρα “Ο κόσμος σας ανήκει”) και των πανάκριβων, γερά θεμελιωμένων στην άσπρη σκόνη, διαμερισμάτων, η μεριά των υστερικών με την επικυριαρχία τους αστών και της παντοδυναμίας της τηλεόρασης; Όταν το τηλεοπτικό βαν βολτάρει εν είδει αστικού σαφάρι στα προάστια κυνηγώντας την άγρια δήλωση και την αιμοσταγή είδηση, άραγε ποιος είναι ο θεατής και ποιο το θηρίο;
Όταν η κλεψύδρα έχει σχεδόν αδειάσει στα απομεινάρια του χρόνου έχουν απομείνει τρεις απόκληροι αποφασισμένοι -ως άλλοι ντανταϊστές- πως η τέχνη δεν φιγουράρει σε αποστειρωμένες γκαλερί όπως τα φωτιστικά στις προθήκες του ΙΚΕΑ, πως σημασία δεν έχει να επιβιβάζεσαι πάση θυσία στο τρένο με τους άλλους, γιατί πολλές φορές αυτό το τρένο σε πάει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.. Πως μία νεοφασιστική κοινωνία που βγαίνει από το παραβάν της μόνο τις νύχτες και μία τηλεόραση που γουστάρει να λέει ιστορίες με φονικά και κακούς με τον ίδιο τρόπο που ανακοινώνει τους νικητές των τηλεπαιχνιδιών της, δεν τους χωράει. Λίγο πριν την έκρηξη ο Σαΐντ, ο Βινς και ο Υμπέρ επιλέγουν στρατόπεδο. Ένα flipside του αστικού στρατοπέδου, βαπτισμένο στην απόρριψη για αυτό πιο τραχύ, πιο μπεσαλίδικο, γεμάτο τοίχους με συνθήματα για τον κόσμο -όχι αφίσες με προσφορές εξαγοράς του. Ένα στρατόπεδο βουτηγμένο στις μελωδίες που ξεχύνονται από ανοιχτά παράθυρα και γίνονται ταξιδιάρικα πουλιά. Βουτηγμένο στα όνειρα και τις οπτασίες ευτραφών αγελάδων που περνάνε ξώφαλτσα· αντιύλη των πληγών του Φαραώ και της ευδαιμονικής κοινωνίας του.
Ο ξεροκέφαλος Σαρλ χαμογελά πατρικά περιεργαζόμενος τη βόμβα. Τα σύγχρονα άνθη του κακού σκορπούν ακόμη τα σπόρια τους στον άνεμο. Ταγμένα στην υπερβολή, overdose τσαμπουκά κι αξιοπρέπειας, μάτια ανοιχτά και χέρια δραστήρια, σε ελεύθερη πτώση -no safety net. Είναι για αυτό που μπορούν να περιμένουν με ανυπομονησία την πρόσκρουση. Όλα είναι στο παιχνίδι, αδερφέ, τιμή κι αξιοπρέπεια, χέρια, πόδια και αίμα.
Κι αν όλα τα παραπάνω είναι για μια κοινωνία που κατακρημνιζόμενη μονολογεί “μέχρι εδώ όλα πάνε καλά”, κι αν όλα τα παραπάνω είναι μια ιστορία για ένα μίσος που θεριεύει σε ψυχές λεόντων, κι αν είναι μια ιστορία για μία βόμβα που μετράει αντίστροφα μέχρι την έκρηξη, πιότερο σημασία έχει που είναι μια ιστορία που διαβλέπει την πρόσκρουση και δεν πνίγεται στην περίσσια αδρεναλίνη της πτώσης. Η αλλοτινή “vie en rose” των φράγκων γκρεμοτσακίστηκε δέκα χρόνια αργότερα. Κι ας λατρεύουν ακόμη οι τουρίστες τα μπιστρώ, τον Πύργο του Άιφελ και την ροζ παριζιάνικη ζωή της επαγγελίας. Τούτο δεν υπάρχει παρά μόνο σε ακριβά ιλουστρασιόν χαρτιά. Το προοικονομεί κι ο Marley. “Burnin' and Lootin'” και “Je vois la vie en rose” δεν γίνεται.
Ρωτήστε και τα παιδιά με τις πέτρες...
Έρικα Βαραγγούλη
Είμαι σίγουρη, αν και τότε διάβαζα με μανία επιθεωρήσεις γαστρεντερολογίας και Ρόαλντ Νταλ, πως και το 1995 οι τουριστικοί οδηγοί των Παρισίων ξεχείλιζαν από φωτογραφίες γαλλικών γλωσσόφιλων στην Place de la Concorde, χαμογελαστών μίκηδων στην Eurodisney και μποέμ καλλιτεχνών τσουχτερού αντιτίμου στην Μονμάρτη. Τα προάστια των μεταναστών, καθότι ποτέ δεν γέμισαν τους δρόμους τους με σουβενίρ και μπρελόκ-πύργους του Άιφελ, δεν πρωταγωνίστησαν ποτέ στις σελίδες τους. Γιατί, για τους γνήσιους απόγονους του μπάσταρδου Ναπολέοντα, οι μετανάστες παρουσιάζουν μία μοναδική ιδιότητα στο πέρασμα των δεκαετιών. Παραμένουν “ξένοι”. Η εκδίκηση του Καμύ αρχίζει να λαμβάνει μία διεστραμμένη διάσταση στους δρόμους του Παρισιού. Ο γαλλικός χρόνος είναι μία κρυμμένη ωρολογιακή βόμβα που μετράει αντίστροφα την έκρηξή της. Στις 10:38 μίας ημέρας του 1995 ο Κασοβίτς την ανακαλύπτει.
Μας παίρνει, λοιπόν, μαζί του. Σκοπός του δεν είναι ούτε να την απενεργοποιήσει ούτε να εξασφαλίσει την έκρηξή της. Ο Κασοβίτς επιδίδεται σε μία πρωτόγνωρη λειτουργία. Θέλει πάση θυσία να μας δείξει πώς και από τι είναι φτιαγμένη μία τέτοια βόμβα. Για να μας αφήσει στο τέλος ελεύθερους να προσευχόμαστε την απενεργοποίησή της ή την έκρηξή της. Ρατσιστική πυρίτιδα, ωρολογιακός μηχανισμός φτώχειας και πυροκροτητής μπόλικης ασφαλίτικης βίας. Τα υλικά, λίγο πολύ αναμενόμενα. Και τώρα η διαδικασία κατασκευής της.
Οι τρεις απόκληροι επιβιβάζονται στο μεταμοντέρνο “λεωφορείον το Μίσος”. Με εισιτήριο το νεανικό bullying και με υπερχειλίζον τουπέ γαλλικού προαστίου ο Σαΐντ, ο Βινς και ο Υμπέρ στην αρχή εδραιώνουν τη διαφορά τους από τον γλυκανάλατο ευπατρίδη συμπολίτη τους. Σύντομα ανυψώνονται πάνω από την διαφορετικότητά τους· ανάγονται σε αρχέτυπα. Ο Σαΐντ είναι το αουτσάιντερ της παρέας, ο καχεκτικός αστειάτορας που προσπαθεί περισσότερο από όλους να αποδείξει την μαγκιά του, ο αδικημένος κι από τη φύση ακόμη που πρέπει να προσπαθήσει περισσότερο από τον καθένα για να γίνει αποδεκτός. Ένας Τζαννετάκος της Cité. Ο Βινς είναι η σύγχρονη γαλλική εκδοχή του Travis Bickle. Φανερά όταν προβάρει το “talkin' to me?” στον καθρέφτη του, υπαινικτικά όταν δεν προσπαθεί να εξασκηθεί με το όπλο που σαν θείο δώρο ήρθε στα χέρια του, σαρδόνια όταν σε κανένα σημείο της ταινίας δεν καταστρώνει συνειδητά το σχέδιο εκδίκησης παρά αφήνεται στην τύχη του ετοιμοθάνατου Αμπντέλ να αποφασίσει γι’ αυτόν, τραγικά όταν υπαναχωρεί και δέχεται τη φονική σύγχρονη εκδοχή της αστυνομοκρατούμενης κοινωνίας. Και ο Υμπέρ· ο σωματώδης, έγχρωμος μποξέρ ο οποίος έχει νιώσει πιότερο την αδικία και την καταστροφική της επίδραση στη ζωή του βλέποντας το γυμναστήριό του κατεστραμμένο για μία ακόμη φορά και την οικογένειά του διαμελισμένη. Ο Υμπέρ που στον αντίποδα όλων αυτών ισορροπεί αξιοθαύμαστα ανάμεσα στην παρακατιανή θέση του και την ορθολογική ματιά του. Ένας ευγενής στα αλώνια.
Ο Κασοβίτς είτε περιφέρει δυναμιτιστικά την τριανδρία του στα σαλόνια της παριζιάνικης εστέτ ή παρουσιάζει τα αποτελέσματα του σαφάρι των καλοβολεμένων αστών στην αγριάδα των προαστίων. Σύνορο των δύο κόσμων, το μετρό. Συνδετικός κρίκος, η αγριάδα. Μόνο που ο θεατής απομένει να αναρωτιέται ποια μεριά είναι η αγριότερη. Είναι τάχατες η μεριά του κρακ και της ανεργίας, των φτηνών χοτ-ντογκ σε ταράτσες και των μαχαιριών στις τσέπες, της υπερέκκρισης αδρεναλίνης και των 5 επί 5 διαμερισμάτων; Ή μήπως είναι η άλλη, η μεριά που όλα εξαγοράζονται (η αφίσα που “διακορεύει” ο Σαΐντ το λέει ξεκάθαρα “Ο κόσμος σας ανήκει”) και των πανάκριβων, γερά θεμελιωμένων στην άσπρη σκόνη, διαμερισμάτων, η μεριά των υστερικών με την επικυριαρχία τους αστών και της παντοδυναμίας της τηλεόρασης; Όταν το τηλεοπτικό βαν βολτάρει εν είδει αστικού σαφάρι στα προάστια κυνηγώντας την άγρια δήλωση και την αιμοσταγή είδηση, άραγε ποιος είναι ο θεατής και ποιο το θηρίο;
Όταν η κλεψύδρα έχει σχεδόν αδειάσει στα απομεινάρια του χρόνου έχουν απομείνει τρεις απόκληροι αποφασισμένοι -ως άλλοι ντανταϊστές- πως η τέχνη δεν φιγουράρει σε αποστειρωμένες γκαλερί όπως τα φωτιστικά στις προθήκες του ΙΚΕΑ, πως σημασία δεν έχει να επιβιβάζεσαι πάση θυσία στο τρένο με τους άλλους, γιατί πολλές φορές αυτό το τρένο σε πάει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.. Πως μία νεοφασιστική κοινωνία που βγαίνει από το παραβάν της μόνο τις νύχτες και μία τηλεόραση που γουστάρει να λέει ιστορίες με φονικά και κακούς με τον ίδιο τρόπο που ανακοινώνει τους νικητές των τηλεπαιχνιδιών της, δεν τους χωράει. Λίγο πριν την έκρηξη ο Σαΐντ, ο Βινς και ο Υμπέρ επιλέγουν στρατόπεδο. Ένα flipside του αστικού στρατοπέδου, βαπτισμένο στην απόρριψη για αυτό πιο τραχύ, πιο μπεσαλίδικο, γεμάτο τοίχους με συνθήματα για τον κόσμο -όχι αφίσες με προσφορές εξαγοράς του. Ένα στρατόπεδο βουτηγμένο στις μελωδίες που ξεχύνονται από ανοιχτά παράθυρα και γίνονται ταξιδιάρικα πουλιά. Βουτηγμένο στα όνειρα και τις οπτασίες ευτραφών αγελάδων που περνάνε ξώφαλτσα· αντιύλη των πληγών του Φαραώ και της ευδαιμονικής κοινωνίας του.
Ο ξεροκέφαλος Σαρλ χαμογελά πατρικά περιεργαζόμενος τη βόμβα. Τα σύγχρονα άνθη του κακού σκορπούν ακόμη τα σπόρια τους στον άνεμο. Ταγμένα στην υπερβολή, overdose τσαμπουκά κι αξιοπρέπειας, μάτια ανοιχτά και χέρια δραστήρια, σε ελεύθερη πτώση -no safety net. Είναι για αυτό που μπορούν να περιμένουν με ανυπομονησία την πρόσκρουση. Όλα είναι στο παιχνίδι, αδερφέ, τιμή κι αξιοπρέπεια, χέρια, πόδια και αίμα.
Κι αν όλα τα παραπάνω είναι για μια κοινωνία που κατακρημνιζόμενη μονολογεί “μέχρι εδώ όλα πάνε καλά”, κι αν όλα τα παραπάνω είναι μια ιστορία για ένα μίσος που θεριεύει σε ψυχές λεόντων, κι αν είναι μια ιστορία για μία βόμβα που μετράει αντίστροφα μέχρι την έκρηξη, πιότερο σημασία έχει που είναι μια ιστορία που διαβλέπει την πρόσκρουση και δεν πνίγεται στην περίσσια αδρεναλίνη της πτώσης. Η αλλοτινή “vie en rose” των φράγκων γκρεμοτσακίστηκε δέκα χρόνια αργότερα. Κι ας λατρεύουν ακόμη οι τουρίστες τα μπιστρώ, τον Πύργο του Άιφελ και την ροζ παριζιάνικη ζωή της επαγγελίας. Τούτο δεν υπάρχει παρά μόνο σε ακριβά ιλουστρασιόν χαρτιά. Το προοικονομεί κι ο Marley. “Burnin' and Lootin'” και “Je vois la vie en rose” δεν γίνεται.
Ρωτήστε και τα παιδιά με τις πέτρες...
Έρικα Βαραγγούλη
13 σχόλια:
Η άμεση πολιτικολογία - και δη για διφορούμενες επικαιρότητες - δεν είναι του βεληνεκούς μου.
Ωστόσο η έμμεση αναφορά σου των "παιδιών με τις πέτρες", αν και θα μπορούσε να είναι μια "αφηγηματική" αναφορά στον φανατισμό τους, μου αφήνει μιαν ενόχληση, εμένα, που τα θεωρώ κρατικά όργανα, κατά βασικόν πρώτον, και κομματικώς υποκινούμενα κατά ασήμαντον δεύτερον.
Θα ήθελες να μου ερμηνεύσεις;
Ηλία μου,
ειδικά εσύ ξέρεις ότι το κείμενο, και άρα και οι αφορμές του και οι προεκτάσεις του, είχε ξεκινήσει να γράφεται πολύ πριν τα πρόσφατα γεγονότα. Άρα τα "παιδιά με τις πέτρες" δεν αναφέρονται, περιοριστικά, στα παιδιά που κρατάνε τις πέτρες αυτές τις ημέρες.
Για να μην υπεκφεύγω, ωστόσο, το ότι πολλά παιδιά με πέτρες στις μέρες μας (αλλά και παλιότερα) είναι δημόσιοι υπάλληλοι-κουκουλοφόροι και κνιτοσυμμορίτες-επ' ευκαιρίας επαναστάτες-οργίλοι της ξεφτίλας, διόλου στο δικό μου μυαλό δεν αναιρεί την σημασία του διαχρονικού "παιδιού" που θα εκσφενδονίζει "πέτρες" στοχεύοντας διάνα.
Και τόσο το "παιδί" όσο και η "πέτρα" θέλουν τα εισαγωγικά τους γιατί δεν αναφέρονται περιοριστικά σε νούμερα πάνω σε ταυτότητες και κοτρώνες.
Έγινα σαφέστερη τώρα; ;)
Έρικα
Ω, ναι!
Τι "Ω, ναι"?????
Απλά "ω,ναι"?
Τώρα δεν ενοχλείσαι δηλαδή από την φράση στο κείμενο; Ε; Ε; :PPPPPPPPPPP
έρικα
Για το τι συμβαίνει αυτές τις μέρες, Ηλία, κρατώ μίαν επιφύλαξη. Άσε που νομίζω κακώς το βλέπουμε τώρα όπως το βλέπουμε. Η ιστορία θα κρίνει τα γεγονότα των τελευταίων δέκα και πλέον ημερών (γιατί, ως γεγονότα, ιστορικά είναι). Οπότε δεν θα εκφέρω γvώμη γιατί το θεωρώ ανάρμοστο.
Πάντως, το περι Κνιρτών συμμοριτών είναι εντελώς ανάρμοστο μιας και οι όποιες πορείες του ΚΚΕ αυτές τις μέρες δεν είχαν ουδεμία σχέση με... πέτρες.
Το οποίο βεβαίως και δεν αποτελεί 100% θετικό γνώρισμα, ούτε και 100% αρνητικό...
Γιατί, όταν κόσμος και κοσμάκης διέλυε τα πάντα στο διαβα του έναν Μαη το 1968 και κάποιοι βγήκαν και μίλησαν για "κρατικά όργανα, κατά βασικόν πρώτον, και κομματικώς υποκινούμενα κατά ασήμαντον δεύτερον", τότε το ΚΚΕ (που δεν είχε τον απαράδεκτο ΣΥΡΙΖΑ από δίπλα) είχε εκδόσει την εξής ανακοίνωση:
"Προκαλεί η γαλλική κυβέρνηση και όσοι μιλούν για συμμορίες, στηρίζοντας την προπαγάνδα τους αποκλειστικά στις μορφές που παίρνει ο αγώνας και υποβαθμίζοντας ή κρύβοντας τις αιτίες και το περιεχόμενό του, την απόγνωση που νοιώθουν οι εξεγερμένοι.
Το ΚΚΕ εκφράζει την ολόθερμη συμπαράστασή του στους σύγχρονους «Αθλίους» του Παρισιού και όλης της Γαλλίας. Καλεί το λαό να εκδηλώσει μαζικά την αλληλεγγύη του στους ξεσηκωμένους προλετάριους των «γκέτο»."
http://www.kke.gr/politdrast/Gallia05.html
Θα μου πείτε, τότε, τελικά, μίλησε η ιστορία.
Ε, ας την αφήσουμε να δουμε τι θα πει και τώρα...
Α.
Κειμενάρα btw μικρή μου.
Ε χμ,
μπορώ να πεταχτώ και να υποσημειώσω (;),
όσον αφορά το κκε... είδες πόσο κρίμα το κόμμα που τότε διακήρυττε αυτά τώρα να αναλώνεται σε ΛΑ.ΟΣ.πρεπείς ανακοινώσεις και μυξοκλάμματα παρθένας που την βίασαν οι δημοσκοπήσεις; Δεν έχω πρόβλημα, εγώ προσωπικά, με κάποιον που εντάσσεται σε κομματικά όρια (διατηρώ, βέβαια, το δικαίωμά μου να τον θεωρώ περιορισμένης...). Έχω πρόβλημα με αυτές τις μεταστροφές, την απαράδεκτη κλιμακτήριο που πέρασε το κκε αρχές 90s και την γεροντική άνια των 00s.
Ώρες ώρες αναρωτιέμαι...Οι κκεδες του σήμερα δεν ντρέπονται αλλού να φτύνουν κι αλλού να το δίνουν;
Και για να μην καταλήξει αντικομμουνιστικό μανιφέστο το κειμενάκι μου (γιατί με τον κομμουνισμό ουδέν πρόβλημα τρομακτικό έχω, με τις εφαρμογές του πολλά -όπως και με κάθε συγυρισμένη θεωρία που στην πράξη ξεχαρβαλώνεται και ξεχαρβαλώνει) η ιστορία θα κρίνει τα αίτια και τα αποτελέσματα. Την δόξα και τις δάφνες πιότερο την αποζητούν οι ληστές του μόχθου του λαού και των επαναστατών (βλ. κκε κ.α.) παρά οι ιστορικοί.
Αυτά είχα να πω. Βουτάω την καμερούλα μου και πάω να διδαχθώ!
Σας φιλώ και τους δύο.
Έρικα
Αλήθεια χρησιμοποίησε κάποιος την φράση μου τον υπέροχο εκείνο Μάη;
Τι καλά!
Ηλία,
απαντώ στο πρώτο - πρώτο σχόλιό σου, αλλά αν νομίζεις ότι είναι εκτός θέματος (αν και το σινεμά δεν μπορεί να είναι αποκομμένο από την επικαιρότητα) μου λες.
Καταρχάς θαρρώ πως κάνεις λάθος όταν χαρακτηρίζεις γενικά τα "παιδιά με τις πέτρες". Αυτή τη φορά πέτρες σηκώσανε πάρα μα πάρα πολλά παιδιά, μαθητές και φοιτητές, χωρίς κουκκούλες. Προφανώς όμως εσύ αναφερόσουν σε εκείνους που έστρεψαν τις πέτρες σε τζαμαρίες καταστημάτων, βάζοντας φωτιές και κάνοντας και πλιάτσικο. Θα δεχτώ λοιπόν την υπόθεσή σου (αν είναι βεβαιότητα, μου το λες) ότι είναι υποκινούμενοι. Αυτό δεν είναι παρά μια επιφανειακή κρίση. Αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί νέοι έτοιμοι να υποκινηθούν και να ξεσπάσουν σε τέτοιες εκδηλώσεις βίας. Ποιες συνθήκες τους έχουν φέρει σε αυτή τη θέση; Είναι ένα φαινόμενο που χρήζει ερμηνείας, το να πούμε ότι είναι υποκινούμενοι δεν αλλάζει απολύτως τίποτα. Δεν πρέπει να μας νοιάζει να προσδιορίσουμε τον Κακό,
αλλά να ερμηνεύσουμε τις καταστάσεις που δημιουργούν τα φαινόμενα. Και για να επανέλθω στα άλλα παιδιά, αυτά που (δικαίως) σηκώσανε τις πέτρες χωρίς να φοράνε κουκούλες. Και αυτοί το πράξανε για τους ίδιους λόγους για τους οποίους "δημιουργούνται" οι γνωστοί - άγνωστοι. Και θα δημιουργούνται, για να διευκολύνουν το Κράτος και τα ΜΜΕ που θα έχουν να στρέφουν το δαχτυλάκι τους απέναντι στους κακούς, η εξάλειψη των οποίων θα έλυνε όλα τα προβλήματά μας.
«Δυναμίτης» η ταινία. Μίσος, όνομα και πράμα!
Πολύ ωραίο το κείμενο.
Κειμενάρα, όντως!
Παρεμπιπτόντως, επειδή γίνεται και λόγος περί επικαιρότητας, βρίσκω πολύ επίκαιρη την φράση της ταινίας: "Το πρόβλημα δεν είναι η πτώση, είναι η προσγείωση". ("Le probleme n'est pas la chute,c'est l'atterissage!")
Επικαιρη οσο ποτε....
@ Αχιλλέας: Αχιλλέα, "υπέκλεψα" τη συνομιλία σου με τον Ηλία (χιχι). Συμφωνώ πάρα πολύ μαζί σου. Να πω όμως κάτι. Το πώς αντιμετωπίζουμε την ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα πολλές φορές είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ποιοι είμαστε. Γιατί το λέω αυτό: πάρε για παράδειγμα την δράση του ΕΑΜ. Για κάποιους είναι οι απελευθερωτές της Ελλάδας. Για άλλους μερικοί ληστοσυμμορίτες αντάρτες. Για άλλους υποκινούμενοι αριστερής ιδεολογίας.
Κανένας από αυτούς δεν έχει απολύτως άδικο ή δίκιο. Γιατί, όντως, οι ΕΑΜίτες ήταν και απελευθερωτές αντάρτες, και ληστές (άσχετα αν έχουν χυθεί τόνοι λάσπης ενώ ουδέποτε λήστευαν από τον λαουτζίκο ή τους φτωχούς), και ιδεολογικά "υποκινημένοι" από την ιδεολογία τους.
Για να έχει κάποιος πιο πλήρη εικόνα νομίζω πρέπει να παρακολουθεί την εξέλιξη, το πώς αφού περάσουν οι χρόνοι της επανάστασης (της εξέγερσης ή ό,τι άλλο είναι αυτό) εξελίσσεται ένα κίνημα και αλλάζει. Θα μου πεις, αναιρείται η συμβολή του; Όχι, σε καμία περίπτωση. Είναι, αν θες, πιο διαφωτιστικό να βλέπεις που οδηγείται αφού έχει περάσει η κρίσιμη περίοδος.
Τούτων δοθέντων νομίζω ότι α) η σημασία της δράσης των σημερινών παιδιών με τις πέτρες δεν μπορεί να αναιρεθεί ό,τι κι αν γίνει στο μέλλον και β) κανείς δεν μπορεί να ξέρει σε τι θα εξελιχθεί όλο αυτό.
Σίγουρα, όμως, δεν νομίζω ότι οι αιτίες μπορούν να διαπιστωθούν σήμερα. Για τους "επαγγελματίες" κουκουλοφόρους δε, οι αιτίες είναι διαχρονικά σταθερές κι εμένα προσωπικά δεν μου δείχνουν τίποτα σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά. Γιατί είναι σαν τους ξενιστές. Περιμένουν το σώμα που θα τους παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες, προσκολλούν σε αυτό και ξεκινούν τη δράση τους.
Φιλιά.
@ zisis: Ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια. Όσο για τη ταινία... Βρίσκω καταπληκτικό το πόσο μεγαλόψυχα και ψύχραιμα δείχνει το μίσος χωρίς να μένει σε αυτό. Καλησπέρα.
@ lafkadio: Ναι, η πρόσκρουση... Να ρωτήσω. Εσύ πιστεύεις ότι η γαλλική κοινωνία 3 χρόνια πριν προσγειώθηκε; Ή, στα καθ' ημάς, η ελληνική τις τελευταίες ημέρες;
Αφήνω να μου πεις εσύ πρώτος την άποψή σου και σου λέω κι εγώ ύστερα. :)
@ kulturosupa: Διαχρονικά επίκαιρη. Ακόμη κι αν στους δρόμους δεν σπάει ούτε μια λάμπα, παραμένει επίκαιρη. Ωραίο ψευδώνυμο. :)
Δημοσίευση σχολίου