Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

THE WAY WE WERE (1973)

Είναι πολλά εκείνα που μπορώ να παρακάμψω σε μια κριτική κουβέντα για το The Way We Were. To αριστοτεχνικό ρετρό της φωτογράφησης που παραπέμπει απ’ ευθείας στο σινεμά των εποχών που διανύει (λίγο μετά τα μέσα του ’30 ως τα μισά του ’50). Τον αέρα παιδεμένου φιλελευθερισμού που το κάνει να ελίσσεται τόσο άνετα, μα ποτέ χωρίς να παίρνει θέση ή να εγκαταλείπει τους χαρακτήρες του, μέσα σε εποχές που όσο περισσότερα γνωρίζεις τόσο καλύτερα συναισθάνεσαι την ακρίβεια αποτύπωσης. Και συνάμα όμως την άκρατη κινηματογραφικότητά του. Δεν αναφέρομαι στην δεξιοτεχνία – υπάρχει άλλωστε κάτι πολύ ανώτερο αυτής που θα περιγράψω πιο κάτω. Την κινηματογραφικότητα του χολιγουντιανού θάμβους, των δραματουργικών «μη» που μένουν απαράβατα – κι όμως… χωρίς ποτέ, στα μάτια μου, να θίχτηκε το αισθηματικό κέντρο βάρους του φιλμ. Εκείνο για το οποίο γράφεται και τούτο το κείμενο. Αργότερα και αυτό…

Πάω λίγο πριν, στο ανώτερο της δεξιοτεχνίας που ανέφερα. Για κείνους που (εμ)μένουν έγκλειστοι μιας «λογοτεχνικής» αντίληψης του σινεμά, μιας αντίληψης που αναζητά απεγνωσμένα τεχνικές αφήγησης, δόμησης χαρακτήρων ή, για τους άλλους, που καταλαβαίνουν «κινηματογραφικά» το σινεμά σαν μια γλώσσα διαδοχής πλάνων, που αναγάγουν το μοντάζ σε αντιληπτικό ίνδαλμα, το Way We Were αντιπαραθέτει κάτι τόσο γνήσια κινηματογραφικό που είναι αμάρτημα να παραμελείται: Την εικόνα του ανθρώπινου προσώπου του star. Εκεί που το σινεμά ξεπερνά την παιδική του ελπίδα ν’ αναπαραστήσει την ζωή, επιχειρώντας στο πρόσωπο του ηθοποιού να βρει λίγη πειστική πνοή πραγματικότητας, το Χόλιγουντ, από τις πρώτες μέρες του, υλοποίησε ένα αναπαραστατικό όργιο μεταμοντερνισμού που ακόμα και σήμερα πολλοί επιμένουν να αγνοούν: Το στάδιο κατά το οποίο ο ηθοποιός ξεπερνά την μίμηση της ζωής, προχωρώντας στην εκμετάλλευση της δέσμης γοητείας που εκπέμπει ως star. Γεγονότος διαχεόμενου χάρη στην ακτίνα του προβολέα - αλλά και της εξουσίας διανομής του studio – που ωστόσο ουδεμία δύναμη θα διέθετε αν βασιζόταν σε πρόσωπα που απορροφούσαν λάμψη αντί να την αποδεσμεύουν. Όπως άλλοτε, μια ακαριαία σιωπή της Garbo κι ένα βλέμμα στο κενό, μια κεραυνοβόλα συννεφιά στο πρόσωπο της Λαμπέτη, μια λάμψη στα αχανή μάτια της Bette Davis, ένας σαρκασμός στον μορφασμό του Gable ή ένα σιωπηλό γκρέμισμα στην εκπνοή ενός Brando, μπορούσαν να μας κάνουν νοιώσουμε την αλήθεια μιας ιστορίας (αυτό δεν είναι πάντοτε το ζητούμενο άραγε;) έτσι και δω: Το πανέμορφο πρόσωπο του Bobby Redford και το αξέχαστο της Barbra Streisand αναλαμβάνουν να διηγηθούν ιστορίες που κανένα σενάριο και κανένα ντεκουπάζ δεν μπορεί να περιλάβει ή να προβλέψει. Πτυχές που αλλιώς θα αντιλαμβανόμασταν από την συνέπεια τους, εδώ γίνονται επιτακτικά αισθητές. (Σε μια χειρονομία στο φινάλε, εκεί που του τακτοποιεί, χαϊδεύοντας, τα τσουλούφια – κάτι που κάνει η Streisand στον Redford, όχι οι χαρακτήρες, μόνο ο Redford έχει αυτά τα μαλλιά – νοιώθεις πόση αγάπη υπήρξε ανάμεσά τους.)
Βέβαια, μιλάμε για άλλες εποχές. Εποχές που το σινεμά κρατούσε ακόμη μια ισχύ εικόνας αλώβητη σε σχέση με σήμερα που τα αστέρια του σινεμά είναι πρόσωπα περισσότερο προσβάσιμα κι από τους γείτονες της πολυκατοικίας.

Αν παρεισέφρησε ένα πεντάγραμμο νοσταλγίας στο κείμενο, δεν ήταν τυχαίο. Πρόκειται, άλλωστε για το αισθηματικό κέντρο βάρους που ανέφερα πριν. Γιατί το Way We Were πίσω απ΄τον καλλωπισμένο πολιτικό του φιλελευθερισμό, πίσω κι απ’ την αναφορά του σε καιρούς αλλοτινούς, είναι η ταινία μιας σχέσης. Που θα την δούμε να εκκολάπτεται και ν’ ανατέλλει, να συρρικνώνεται και να δύει. Και αν η οδύνη του εν τη γενέσει τέλους είναι οξεία, τότε ο πόνος της εξ’ αποστάσεως παρακολούθησης όλων εκείνων που χωρίζουν ανθρώπους που αγαπιούνται καταλήγει θρηνητικός.

Βεβαίως όλα τούτα προϋποθέτουν μια συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση, ολίγον παραιτητική, κάμποσο ρομαντική, βαρέως νοσταλγική, για να έλθουν εις γάμου κοινωνία και ν΄αποδώσουν το λυτρωτικό δάκρυ του φινάλε.
Ειδάλλως γιατί ν΄ασχοληθείς κιόλας;

Ηλίας Δημόπουλος

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Έχεις δίκιο σ'αυτά που λες Ηλία για τον star, για την Barbra και τον Robert. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει έτσι μέχρι τώρα.

Πάντα αναρωτιόμουν γιατί έχω τόσο χώρο για την πρώτη αφού, υποτίθεται, δεν έχω χώρο για όσα αναφέρεις στο τέλος. Στην αρχή το απέδιδα στην ανάγκη του καθενός να σκοτώσει μερικά εγκεφαλικά πλεονάζοντα κύτταρα (μην τσαντιστείς, ήμουν πιτσιρίκι όταν το σκεφτόμουν αυτό κι ένιωθα πολύ άσχημα με τον εαυτό μου που μου άρεσε να βλέπω τις ταινίες της).

Μεγαλώνοντας αποφάσισα πως μ' αρέσει γιατί είναι αυτή που παίζει στις ταινίες κι όχι μία οποιαδήποτε αναλώσιμη. Δόξα και τιμή στην Μπάρμπρα (χεχ) που κατέκτησε τη θέση που της άξιζε με τον τύπο της και τη μύτη της. Και το τελευταίο, μα τον Τουτατίς, έχει μεγάλη αξία.

Όσο για τον Ρέντφορντ. Δεν είναι μόνο τα μαλλιά του Ηλία που δεν θα μπορούσαν να είναι οποιουδήποτε άλλου. Είναι και το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που σε όσες ταινίες κι αν τον έχω δει συμπυκνώνει πολλές εκδοχές του άντρα. Του αντρίκιου, σωστότερα.

Κι επειδή όλα τα παραπάνω με κάνουν να νιώθω πολύ ροζ ανεφέλωτο γκρούπι, πάω να δω κανα Saw να εκνευριστώ και να στανιάρω. :P

Έρικα

Ανώνυμος είπε...

Είναι κλισέ να μιλήσω για το τραγούδι;
[Χρόνια πολλά]

Unknown είπε...

Είναι βασικό να μιλήσεις για το τραγούδι..

Χρόνια πολλά!