Το προαιώνιο και, τουλάχιστον ως τη στιγμή που γράφονταν τούτες εδώ οι γραμμές, αναπάντητο αυτό ερώτημα, αποτελεί ουσιαστικά το σημείο εκκίνησης πολλών ταινιών τρόμου. Από εκεί και έπειτα χωρίζεται η ήρα από το σιτάρι. Οι περισσότερες απλά προσπαθούν με νύχια και με δόντια να μας τρομάξουν. Κάποιες φορές το πετυχαίνουν. Τότε όμως ενεργοποιούνται οι απαραίτητοι για την ψυχική μας ισορροπία, μηχανισμοί εκλογίκευσης και ο τρόμος πάει περίπατο, δίνοντας συχνά τη θέση του στη θυμηδία...
Το “The Others” ανήκει στην άλλη μερίδα ταινιών τρόμου. Σε εκείνες που όχι μόνο καταφέρνουν να προκαλούν ανατριχίλες, ξαφνιάσματα και μουδιάσματα στομαχιών από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά που επιπλέον πετυχαίνουν να μεταφέρουν τα μεταφυσικά ερωτήματα, σε ένα επίπεδο καθαρά υπαρξιακό.
Ακρογωνιαίος λίθος της ταινίας είναι, νομίζω, η σύμβαση που εξ’ αρχής θέτει το ιδιαιτέρως ευέλικτο σενάριο. Ο λόγος για την σπανιότατη φωτοφοβική ασθένεια από την οποία πάσχουν τα δύο παιδιά της κεντρικής ηρωΐδας, η οποία έχει επιβάλλει κάποιους αυστηρούς κανόνες μέσα στο σπίτι. Για παράδειγμα, τα παράθυρα καλύπτονται από βαριές κουρτίνες, ενώ όποιος διασχίζει τα δωμάτια, πρέπει πάντα να κλείνει και να κλειδώνει τις πόρτες πίσω του, προφυλάσσοντας έτσι τους χώρους από την καταστροφική, για την υγεία των παιδιών, είσοδο του φωτός. Το σπίτι στερείται ηλεκτρικού ρεύματος και έτσι μόνο τα κεριά και τα καντηλέρια που κουβαλούν οι ένοικοί του, φωτίζουν αμυδρά τους δαιδαλώδεις διαδρόμους και τις σκοτεινές γωνιές.

Μέσα στο αφύσικο αυτό φωτιστικό περιβάλλον, η μάνα, παρακινούμενη από ένα μείγμα θρησκοληψίας και πουριτανισμού, έχει καταφέρει να εμφυσήσει στα παιδιά, φοβίες και ενοχές που κάνουν την ήδη προβληματική ζωή τους, να μοιάζει με εφιάλτη.
Το πανηγύρι ξεκινά με την άφιξη τριών προσώπων, τα οποία προσλαμβάνονται για να στελεχώσουν το υπηρετικό προσωπικό. Αρχικά τα παράξενα φαινόμενα, περιορίζονται σε θορύβους καθώς και σε μαρτυρίες του, μάλλον ευφάνταστου, κοριτσιού. H συνέχεια όμως είναι ακόμη πιο τρομακτική. Πιάνα παίζουν μόνα τους, κλειδωμένες πόρτες ανοιγοκλείνουν, συζητήσεις και μουρμουρητά ακούγονται σε άδεια δωμάτια, κουρτίνες εξαφανίζονται...
Κάθε λεπτό που περνά, καινούρια ερωτήματα γεννιούνται στον θεατή. Ποιοι είναι οι άγνωστοι που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι; Τι κρύβει ο κηπουρός κάτω από τα ξερά φύλλα στον κήπο; Τι είναι τα «Βιβλία των Νεκρών»; Πώς έχασε η Λύντια τη φωνή της; Γιατί ο μικρός Βίκτωρ, το αγόρι που εμφανίζεται στο δωμάτιο των παιδιών, τραβά τις κουρτίνες για να μπει φως; Κάθε νέο στοιχείο, αντί να ξεδιαλύνει την ομίχλη την πυκνώνει ακόμη πιο πολύ. Κι όμως, η αλήθεια είναι μπροστά μας. Μόνο που δεν μπορούμε να τη δούμε γιατί, όπως και η ηρωΐδα της ταινίας, έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Ακολουθώντας το παράδειγμα των παλιών μαστόρων του είδους, ο Amenabar στηρίχτηκε στο τρίπτυχο σκηνογραφία – φωτογραφία – ήχος.
Το μεγαλύτερο βάρος έπεσε στις πλάτες του διευθυντή φωτογραφίας Xavier Aguirresarobe (πρόσφατα είδαμε τη δουλειά του και στο “Vicky Christina Barcelona” ) ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να σχεδιάσει τους φωτισμούς του με τους περιορισμούς που του επέβαλε το σενάριο. Κανένα φως που να μοιάζει πως προέρχεται από τα παράθυρα ή από ηλεκτρικούς λαμπτήρες δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, οι τεχνικοί κρατούσαν τους προβολείς στα χέρια τους και μετακινούνταν ανάλογα με την κίνηση των ηθοποιών. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο δίνεται η αίσθηση ότι το φως προέρχεται πραγματικά από τα κεριά, αλλά ταυτόχρονα οι κινούμενες σκιές και οι φευγαλέες λάμψεις, περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο την «ζωή» κάποιων ανθρώπων που βρίσκονται στο σκοτάδι και ανακαλύπτουν κάτι που έρχεται από το φως.
Το ίδιο σημαντικός είναι και ο ήχος, αφού στις περισσότερες σκηνές, οι άγνωστοι που έχουν εισχωρήσει στο σπίτι της οικογένειας, ακούγονται αλλά δεν φαίνονται. Το εξαιρετικό στη σύλληψη sound design, από τη μια βοηθά το θεατή να κατανοήσει πλήρως την γεωγραφία του μισοσκότεινου σπιτιού και από την άλλη, λειτουργώντας στο υποσυνείδητο του, τον στρέφει προς τις διάφορες ερμηνείες που επιθυμεί ο σκηνοθέτης. Όταν για παράδειγμα, ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος ακούγεται από κει που έχουμε δει να φεύγει ένας από τους χαρακτήρες, αμέσως στο μυαλό μας τον «ενοχοποιούμε» και πέφτουμε έτσι στην παγίδα που μας έχουν στήσει από κοινού ο σκηνοθέτης και ο sound designer.
Η εύθραυστη λευκότητα της Kidman, αποτέλεσε τον τέλειο καμβά για μια ηρωΐδα που άγεται και φέρεται από τις πιο φριχτές ενοχές που μπορεί κανείς να φανταστεί.

Παρά όμως την συνταρακτική ερμηνεία της, το μέτρο το δίνει νομίζω η κυρία Mills, η οικονόμος (κατά κόσμον, Fionnula Flanagan). Η ηρωΐδα αυτή δεν λεει ούτε ένα ψέμμα σε όλη την ταινία. Πρέπει όμως κανείς να προσέξει το αινιγματικό βλέμμα της, για να προσπαθήσει να ερμηνεύσει την αλήθεια της -που συναντιέται υποχρεωτικά με την κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Γιώργος Παναγιωτάκης